Ήρθαν επιτέλους οι ενισχύσεις από το βορρά! Θα κοιμηθώ το πρωί… Αναλαμβάνουν πρωινό ωράριο ο παππούς και η γιαγιά.
Ενθουσια
σμένοι με τα δίδυμα! «Τι καλά παιδάκια!» λέει η μάνα μου χαρούμενη. Και αυθόρμητα ο μπαμπάς μέσα μου, σκιάζεται μην τα χαλάσουμε. Στο ιατρείο συχνά αστειεύομαι, λέγοντας ότι οι γιαγιάδες και οι παππούδες είναι η καλύτερη και η χειρότερη εφεύρεση. Ορμώμενοι από υπερβολική αγάπη χάνουν κάθε αίσθηση μέτρου και λογικής. Δεν πα να λες εσύ, «δεν θέλω να μάθουν στην ζάχαρη ή το αλάτι», «ναι ναι ναι…» στην αρχή και μετά στο ξεκάρφωτο μπουκωμένο το μικρό και το ατράνταχτο επιχείρημα «έλα μωρέ, τι θα πάθει μια φορά τώρα…» ή «εγώ έτσι μεγάλωσα …τόσα παιδιά και δεν έπαθε κανένα τίποτα!». Εν τω μεταξύ, ξέρεις ότι το κάνει για καλό, άσε που από την μια δέχεσαι την βοήθεια και την ξεκούραση, από την άλλη τους την λες κιόλας. Μάλλον το σοφότερο για ακόμα μια φορά είναι το μέτρο και η μέση οδός.
Σήμερα, λοιπόν, δεν με πρόλαβε ο μπαμπάς μου και σηκώθηκα εγώ για τον Ερμή που, σαν κοκοράκι 6:00πμ νταν, αρχίζει το κλάμα. Στέκεται όρθιος στην κούνια του και περιμένει κλαίγοντας απαρηγόρητος να μπεις να τον πάρεις αγκαλιά. Με τον μικρό μου λοιπόν αρπαγμένο σαν μαϊμουδάκι από τον λαιμό και τον ώμο μου, πηγαίνω στην κουζίνα και ετοιμάζω το γάλα τους. Η οργάνωση του πρωινού επιβάλει την ταυτόχρονη ετοιμασία του γάλατος και της μικρής, διότι, εάν η ζαργάνα μου ξυπνήσει εν μέσω του ταΐσματος του Ερμή, κάποιος θα αναγκαστεί να περιμένει κλαίγοντας…
Όσο ετοίμαζα τα γάλατα, να ‘σου και ο παππούς καθυστερημένος κατά λίγα μόλις λεπτά. Βλέπεις, καλά πήγαμε την βολτούλα μας χθες βράδυ και μας κρατήσανε τα μώρα. Εμ τους ξενυχτάμε ως μπεϊμπισίτερ, εμ να προλάβουν και αξημέρωτα το κοκοράκι! «Έλα δώσε μου τον και πήγαινε να κοιμηθείς λίγο ακόμα» ακούω με ανακούφιση, σχεδόν ευγνωμοσύνη, τον πατέρα μου να λέει. Έλα όμως που το μαϊμουδάκι μου δεν ήθελε να ξεκολλήσει από πάνω μου. Και εδώ έρχεται η εσωτερική σύγκρουση του γονιού και του παιδαγωγού. Εκείνη τη στιγμή ο γιός μου και το “είναι” μου συμμαχήσανε και μου ουρλιάζανε «έλα κράτησε τον λί
γο ακόμα. Κάτσε να τον ταΐσεις και τον αφήνεις μετά να παίξει με τον παππού του.. ». Για μερικά δευτερόλεπτα ο Ερμής βρισκόταν στον αέρα, γραπωμένος από τον λαιμό μου. Όχι για πολύ, γιατί ο παιδαγωγός κέρδισε και η κίνηση συνεχίστηκε για να προσγειωθεί κλαίγοντας στην αγκαλιά του παππού του. Ο τελευταίος, με την θλίψη και την απογοήτευση να συναντούνται στο βλέμμα του, ετοιμαζόταν να επιστρέψει τον κακομοίρη Ερμή στον πατέρα του (αφού δεν θέλει τον παππού του.. σνιφ), να περιμένει να ηρεμήσει και να τον γνωρίσει καλύτερα πριν τον εμπιστευτεί. Γιατί όμως; σκεπτόταν με το ανθρωπάκι αγκαλιά, χθες τα πηγαίναμε τόσο καλά, και παίζαμε και γελάγαμε… Δεν νομίζω ότι πρόλαβε να ολοκληρώσει τις σκέψεις του και σίγουρα δεν ολοκλήρωσε την κίνηση επιστροφής του Ερμή. Πρόφτασα και του τόνωσα το ηθικό ενθαρρύνοντας τον. «έλα, έλα, μην μασάς, δεν θα κάνουμε ό,τι θέλει ο Ερμής. Το πολύ πολύ βγάλ’ τον να ξεχαστεί και να φάτε στην βεράντα». Σαν να ήταν η σπίθα που χρειαζόταν, ο πατέρας μου σηκώνεται με τον μικρό στο ένα χέρι και το μπουκάλι με το γάλα στο άλλο και ξεκινά προς την βεράντα, παρηγορώντας τον δυστυχισμένο εγγονό του «έλα πάμε να φάμε, να σου δείξω τα πουλάκια και θα έρθει μετά και ο μπαμπάς..». Παππούς και εγγονός απομακρύνθηκαν μέσα στο πράσινο της βεράντας και ήδη ο μικρός είχε σταματήσει να κλαίει μέχρι να φτάσω στην μέση του διαδρόμου προς το δωμάτιο μου.
Εγώ για να μην κατηγορηθώ από την φωνή μέσα μου για γαϊδουριά, «αυτομαστιγώνομαι», χτυπώντας πλήκτρα μπροστά σε μια οθόνη, με μάτια που καίνε. Όχι επειδή έχω ανασφάλειες, ούτε επειδή περνά από το μυαλό μου ότι κίνητρό μου ήταν η μία ώρα ύπνου! Απλά, δεν διεκδικώ το αλάθητο, ούτε είμαι καθηγητής παιδοψυχολογίας. Παντρεύω την γνώση με το ένστικτο και νομίζω ότι το αποτέλεσμα με δικαιώνει. Ούτε μία φορά, κυριολεκτικά, δεν έχω υποχωρήσει σε γκρίνια του Ερμή ή της Χαράς. Νομίζω ότι έτσι θα τα εκπαιδεύσω να μην διεκδικούν ό,τι θέλουν γκρινιάζοντας.
Προχθές η μικρή είδε ένα κομμάτι ψωμί και, δείχνοντάς το, άρχισε την επιχειρηματολογία του μουγκοΘόδωρο
υ «ου, ου ου». Ότι ετοιμαζόμουν να της το δώσω, η καλή μου με προλαβαίνει «δεν έφαγε το φαγητό της, αν της δώσεις και ψωμί δεν πρόκειται να φάει τίποτα». Όπως, ίσως, αρχίζετε να ψυλλιάζεστε, η κίνηση μου προς το ψωμί, ολοκληρώθηκε με το ψωμί να προσγειώνεται στην ψωμιέρα. Η Χαρούλα άρχισε ένα κλάμα σαν να την είχε μόλις δαγκώσει ο Ερμής και ακόμα χειρότερο. Και κλαίει και σπαραξικάρδια η άτιμη, καταφέρνοντας να σε κοιτά μέσα στα μάτια, με τα δάκρυα να ξεχειλίζουν από τα δικά της. Η μάνα μου αμέσως, «έλα μωρέ δώσε της λίγο ψωμί…», και ο -από παλιά- επαναστατημένος γιός της (ειλικρινά δεν θα ήθελα ούτε το ένα δέκατο από όλα αυτά που έχουν τραβήξει οι δικοί μου από εμένα, να μην μου αξιώσουν τα παιδιά μου), λέω παγερά :«δεν υπάρχει περίπτωση να της δώσω τώρα το ψωμί!». Και όντως, η σοφή μου κόρη, που ξέρει ότι εδώ και 14μήνες ποτέ δεν υποχώρησα στο υπέροχο κλάμα της, άρχισε σιγά σιγά να διπλώνει και να μαζεύει την γοητεία της και συμβιβάστηκε με μία αγκαλιά.
Η σκηνή κλείνει με το παιχνίδι των λυγμών: εγώ να τρυφερολογώ προς την ζαργάνα μου και εκείνη να προσπαθεί να συγκρατήσει τα κύματα λυγμών που φτάνουν μέχρι την άκρη του λαιμού της και ταράζουν όλο το σωματάκι της. Μετά από λίγο η μικρή έφαγε. Ήρθε και η επιβράβευση με την μορφή του πολυπόθητου κομματιού από ψωμί, με επίσημη άδεια από το “Υπουργείο Εσωτερικών” και μάλιστα παραδόθηκε από την γιαγιά.
Ενθουσια

Σήμερα, λοιπόν, δεν με πρόλαβε ο μπαμπάς μου και σηκώθηκα εγώ για τον Ερμή που, σαν κοκοράκι 6:00πμ νταν, αρχίζει το κλάμα. Στέκεται όρθιος στην κούνια του και περιμένει κλαίγοντας απαρηγόρητος να μπεις να τον πάρεις αγκαλιά. Με τον μικρό μου λοιπόν αρπαγμένο σαν μαϊμουδάκι από τον λαιμό και τον ώμο μου, πηγαίνω στην κουζίνα και ετοιμάζω το γάλα τους. Η οργάνωση του πρωινού επιβάλει την ταυτόχρονη ετοιμασία του γάλατος και της μικρής, διότι, εάν η ζαργάνα μου ξυπνήσει εν μέσω του ταΐσματος του Ερμή, κάποιος θα αναγκαστεί να περιμένει κλαίγοντας…
Όσο ετοίμαζα τα γάλατα, να ‘σου και ο παππούς καθυστερημένος κατά λίγα μόλις λεπτά. Βλέπεις, καλά πήγαμε την βολτούλα μας χθες βράδυ και μας κρατήσανε τα μώρα. Εμ τους ξενυχτάμε ως μπεϊμπισίτερ, εμ να προλάβουν και αξημέρωτα το κοκοράκι! «Έλα δώσε μου τον και πήγαινε να κοιμηθείς λίγο ακόμα» ακούω με ανακούφιση, σχεδόν ευγνωμοσύνη, τον πατέρα μου να λέει. Έλα όμως που το μαϊμουδάκι μου δεν ήθελε να ξεκολλήσει από πάνω μου. Και εδώ έρχεται η εσωτερική σύγκρουση του γονιού και του παιδαγωγού. Εκείνη τη στιγμή ο γιός μου και το “είναι” μου συμμαχήσανε και μου ουρλιάζανε «έλα κράτησε τον λί

Εγώ για να μην κατηγορηθώ από την φωνή μέσα μου για γαϊδουριά, «αυτομαστιγώνομαι», χτυπώντας πλήκτρα μπροστά σε μια οθόνη, με μάτια που καίνε. Όχι επειδή έχω ανασφάλειες, ούτε επειδή περνά από το μυαλό μου ότι κίνητρό μου ήταν η μία ώρα ύπνου! Απλά, δεν διεκδικώ το αλάθητο, ούτε είμαι καθηγητής παιδοψυχολογίας. Παντρεύω την γνώση με το ένστικτο και νομίζω ότι το αποτέλεσμα με δικαιώνει. Ούτε μία φορά, κυριολεκτικά, δεν έχω υποχωρήσει σε γκρίνια του Ερμή ή της Χαράς. Νομίζω ότι έτσι θα τα εκπαιδεύσω να μην διεκδικούν ό,τι θέλουν γκρινιάζοντας.
Προχθές η μικρή είδε ένα κομμάτι ψωμί και, δείχνοντάς το, άρχισε την επιχειρηματολογία του μουγκοΘόδωρο

Η σκηνή κλείνει με το παιχνίδι των λυγμών: εγώ να τρυφερολογώ προς την ζαργάνα μου και εκείνη να προσπαθεί να συγκρατήσει τα κύματα λυγμών που φτάνουν μέχρι την άκρη του λαιμού της και ταράζουν όλο το σωματάκι της. Μετά από λίγο η μικρή έφαγε. Ήρθε και η επιβράβευση με την μορφή του πολυπόθητου κομματιού από ψωμί, με επίσημη άδεια από το “Υπουργείο Εσωτερικών” και μάλιστα παραδόθηκε από την γιαγιά.
