Σάββατο 30 Αυγούστου 2008

Τα μωρά μας κοιμούνται μόνα τους. Επιτέλους, καλοκαίριασε!

Ήρθαν οι ενισχύσεις από το βορά και φέτος. Ο παππούς και η γιαγιά μένουν μαζί μας και αγόγγυστα αναλαμβάνουν να μας βοηθήσουν με τα δίδυμα. Ο παππούς μας, ξυπνά το πρωί στις 6 και απασχολεί τα μωράκια μας, μέχρι τουλάχιστον τις 8. Η γιαγιά μας, βοηθά στο πλύσιμο, το μαγείρεμα, το σιδέρωμα και γενικά τα του νοικοκυριού. Αρχίζω να χορταίνω ύπνο και …Ναι! Να ονειρεύομαι.
Η υπέροχη όμως έκπληξη, ήρθε από τον ύπνο των μικρών μου. Διαβάζω ένα βιβλίο σχετικά με τον ύπνο των παιδιών («Κοιμήσου, παιδί μου» του Εδουάρδ Εστιβίλ εκδόσεις Πατάκη) και αποφάσισα να εφαρμόσω μια από τις οδηγίες του. Πριν από περίπου 10 μέρες, ή μάλλον πιο σωστά πριν από 10 νύχτες, αφού έκανα μπάνιο τα μικρά μου και τα τάϊσα, τα πήρα αγκαλιά, τα πήγα και φίλησαν τον παππού και την γιαγιά λέγοντας «καληνύχτα». Όλα φυσιολογικά θα μου πείτε! Η συνέχεια θα ήταν, να πάρει το ένα μωρό κάποιος και το άλλο εγώ και αφού τους πούμε παραμύθια, να περιμένουμε μέχρι να τους πάρει ο ύπνος και σιγά-σιγά να τους αποθέσουμε στα κρεβάτια τους. Σύμφωνα με το βιβλίο κάναμε πολλά σωστά, καθώς και μπόλικα λάθος.
Αφενός τα παιδιά δεν πρέπει να κοιμούνται σε διαφορετικό περιβάλλον από το δωμάτιο τους. Αφετέρου πρέπει να τους δημιουργούμε ένα περιβάλλον στο οποίο, εφόσον ξυπνήσουν μέσα στην νύχτα, να μπορούν μόνα τους να ξανά-κοιμηθούν. Εμείς είχαμε πετύχει την σωστή ώρα ύπνου, γύρω στις οχτώμιση με εννιά. Καλά τα πηγαίναμε και στην αρχή της διαδικασίας: πρώτα μπάνιο και μετά το βραδινό γάλα. Είχαμε προνοήσει και για κάποιο «αντικείμενο αποχωρισμού» (τα κουκλάκια τους) καθώς και την βραδινή πιπίλα. Το λάθος μας, ήταν το σκηνικό μέχρι να κοιμηθούν.
Σύμφωνα με το βιβλίο, τα παιδιά πρέπει να τα αφήνουμε να κοιμούνται μόνα τους. Ούτε να τα κουνάμε πέρα δώθε, ούτε να τους λέμε ιστορίες ή τραγουδάκια μέχρι να τα πάρει ο ύπνος, ούτε καν να μένουμε στο δωμάτιο μέχρι να τα πάρει ο ύπνος! Εδώ, ομολογώ είχαμε μεγάλη ρέντα. Πετύχαμε όλα τα «λάθος».


Αυτό που εξηγεί το βιβλίο, είναι ότι τα παιδιά, μετά τον 6ο μήνα ζωής, αρχίζουν να προσομοιάζουν στον ύπνο τους ενήλικες. Όταν κοιμόμαστε, τουλάχιστον 5-6 φορές στην διάρκεια της νύχτας, αλλάζουμε επίπεδα ύπνου. Πηγαίνουμε από τον «βαθύ ύπνο» με τα όνειρα, σε έναν πιο «επιφανειακό»-«ελαφρύ» ύπνο. Πρόκειται για την φάση του ύπνου, όπου θα ακούσουμε το παραμικρό θόρυβο μέσα στο σπίτι ή θα σκεπαστούμε αν κρυώνουμε. Όπως φαντάζεστε, σε αυτή την φάση το παιδί ξυπνά πιο εύκολα. Όταν λοιπόν ξυπνήσει, πρέπει το περιβάλλον να του είναι οικείο, και ο τρόπος, με τα μέσα για να αποκοιμηθεί ξανά, κοντά του (βλ. πιπίλα, κουκλάκι κλπ). Για σκεφτείτε πως θα νιώθατε, αν κοιμόσασταν κανονικά στο κρεβάτι σας και ξυπνούσατε στο καθιστικό ή στην κουζίνα. Κάπως έτσι τρομοκρατείται και το παιδί που ενώ είχε αποκοιμηθεί στην αγκαλιά του μπαμπά του, ξαφνικά ξυπνά μόνο του, στο κρεβάτι του, μέσα στο σκοτάδι!
Αποφάσισα λοιπόν να δώσω μια ευκαιρία στο βιβλίο! Αφού ήπιαμε τα γάλατά μας, φιλήσαμε το παππού και την γιαγιά ψιθυρίζοντας «καλυνήχτα». Στην συνέχεια, με περίσσεια αυτοπεποίθηση, τα πήρα στο δωμάτιο τους, τα έβαλα στα κρεβατάκια τους, τους έδωσα τις πιπίλες και από ένα κουκλάκι που κρατά ο καθένας μόνο για τον ύπνο, τα φίλησα και λέγοντας τους «καληνύχτα» απλά βγήκα από το δωμάτιο… και!... και!.. και τίποτα! Απλά ένα μικρό θαύμα! Τα μωρά μου κοιμήθηκαν μέχρι το πρωί!
Την πρώτη βραδιά ο ενθουσιασμός μας ήταν συγκρατημένος. «Πήγαν στην θάλασσα, έπαιξαν πολύ και ήταν κουρασμένα» σκεφτήκαμε.
Την επόμενη όμως, η μαμά τους ακολούθησε την ίδια πρακτική με τα ίδια αποτελέσματα. Έτσι χτες, σχεδόν δακρυσμένοι από ευτυχία, κερνούσαμε την παρέα, γιατί τα παιδιά μας, εκεί γύρω στις εννιά το βράδυ, απλά τα βάζουμε για ύπνο και κοιμούνται μέχρι το πρωί…
Ναι! Σωστά διαβάσατε, κεράσαμε την παρέα. Με τους πολύτιμους «βοηθούς» μας, αποκτήσαμε την πολυτέλεια να βγαίνουμε για ένα ποτάκι. Να απολαμβάνουμε την παρέα των φίλων, με ζωντανή τζαζ μουσική, σε αυλή με δέντρα και λουλούδια, χαμένη κάπου σε κτίσμα που μετρά αιώνες στην καμπούρα του, μέσα στην παλιά πόλη του Ρεθύμνου.
Όλα αυτά, ενώ ακόμα αντηχεί στα αυτιά μου, ο ήχος των φιλιών για καληνύχτα από τα μωρά μου και η φωνούλα της Χαρούλας μου, να με προτρέπει καθώς φιλώ τον Ερμή μου, «και εγώ μπαμπά!»
«Και εσύ ζαργάνα μου. Θα άφηνα την κούκλα μου χωρίς φιλάκι;!» της ψιθυρίζω ενώ την ανασηκώνω λίγο από το κρεβατάκι της, για να με φτάσει και να μου χαρίσει δύο υπέροχα, αρωματισμένα, δροσερά φιλάκια.
Σαν να μου φαίνεται πως, έστω τώρα στο τέλος του, μυρίζει καλοκαίρι…
Να είστε όλοι καλά και τα παιδιά μας καλύτερα!

Σάββατο 16 Αυγούστου 2008

Ιπτάμενοι ήρωες

Συχνά νιώθω την ανάγκη να επικοινωνήσω μαζί σας, για θέματα όχι κατ' ανάγκη παιδιατρικής φύσης. Προσπαθώ να συγκρατήσω τον εαυτό μου, για να μην αλλοιώσω το χαρακτήρα του blog.
Αυτό που ακολουθεί είναι ένα mail που έλαβα από τον Περιβαλλοντικό Σύλλογο Ρεθύμνου. Αποδίδει γλαφυρά το προβληματισμό μου για πολλούς από τους αφανείς ήρωες της καθημερινότητας μας. Από γιατρούς που εφημερεύουν σχεδόν μέρα παρά μέρα, νοσηλευτές που καλύπτουν 30 και 40 ασθενείς αντί για 4-5 όπως θα έπρεπε, αστυνομικούς που καλύπτουν χιλιάδες πολίτες χωρίς να φτάνουν ούτε για να πάρουν άδεια, πυροσβέστες που περνούν μέρες μακριά από τα σπίτια τους, άυπνοι για μέρες αρκετές φορές, δημοτικούς υπαλλήλους καθαριότητας που ρισκάρουν την υγεία τους, δουλεύοντας εξαντλητικά, απλήρωτοι για εβδομάδες. Όλοι αυτοί και άλλοι πολλοί που δουλεύουν για το κοινό καλό, αμείβονται ισχνά, και που πολλές φορές για να μπορέσουν να ζήσουν την οικογένεια τους, αναγκάζονται να δουλεύουν και σε άλλα μεροκάματα τρόμου…
Πρόκειται για όλους αυτούς, τους οποίους θεωρούμε δεδομένους, πολλές φορές μάλιστα και βολεμένους στο δημόσιο και που εύκολα τους ασκούμε σκληρή κριτική, λες και εκείνοι ευθύνονται για την κατάντια αυτού που λέμε Ελληνικό Κράτος.
Μπορεί να μην αφορά άμεσα τα παιδιά, τα αφορά όμως έμμεσα, μια που περιγράφει τον κόσμο στον οποίο τα προορίζουμε να ζήσουν…




ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ
Το Σάββατο, 12/7/2008, πηγαίνοντας για μπάνιο, στη Σκύρο, βρέθηκα μπροστά σε μια εξαιρετικά δυσάρεστη έκπληξη, διαπιστώνοντας οτι το σύννεφο στο βάθος δεν ήταν ακριβώς σύννεφο, αλλά πυκνός καπνός.
Ήταν καπνός από μεγάλη φωτιά στο πευκοδάσος που κάλυπτε το βόρειο κομμάτι του μικρού νησιού.
Και ήταν μεγάλη η φωτιά γιατί λίγα λεπτά αργότερα, μόλις βρέθηκα στην αμμουδιά της Καλαμίτσας, είδα τα πυροσβεστικά Canadair CL-415 να κατεβαίνουν στη θάλασσα γι’ ανεφοδιασμό, κι ήταν επτά (από τα 10 που διαθέτουμε!!!).
Αν και είχαν αρχίσει νωρίτερα τις ρίψεις, να μιλήσω μόνο γι’ αυτό που είδα:
Με τα μάτια μου, λοιπόν, τα έβλεπα, εξήμισι ώρες, να πηγαινοέρχονται σε κύκλους χτυπώντας το θηρίο που είχε ξυπνήσει απ’ το πρωί και κατάτρωγε το δάσος.
Ορμούσαν μέχρι που νύχτωσε, ξανά και ξανά, χωρίς ανάσα, χωρίς φαί, ακατούρητοι, ακούραστοι, χωρίς φόβο, πολεμώντας με τις μικρές τους υδάτινες λόγχες να γκρεμίσουν το θεόρατο καθεδρικό των πύρινων γλωσσών.




Δεν φοβήθηκαν ούτε όταν, κατά τις δύο το μεσημέρι, το τέρας σηκώθηκε όρθιο και ούρλιαξε τόσο δυνατά που ο καπνός του έφτασε στο Σούνιο.
Από κοντά πολέμαγαν και δύο ελικόπτερα, αυτά που είναι σαν τεράστιες ακρίδες, πολύ μικρά όμως στην άνιση μάχη.
Και δεν έφυγαν, παρά μόνο σαν νύχτωσε και δε βλέπανε άλλο.
Και απ’ τα χαράματα της Κυριακής ξανάρχισε ο πόλεμος.
Μέχρι που τελικά, νικήσανε.

ΤΕΧΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Όσες ώρες τα έβλεπα, τα Canadair γύριζαν σε κύκλους των οκτώμισι λεπτών (άντε πες εννέα), δηλαδή έκαναν τουλάχιστον 43 ρίψεις το καθένα.
Με 5,5 τόνους νερό περίπου σε κάθε ρίψη κουβάλησαν και έριξαν στη φωτιά τουλάχιστον 236 τόνους νερού το καθένα.
Και συνολικά ρίξανε, όσο τα έβλεπα εγώ, πάνω από 1655 τόνους νερού.
Οι 43 ρίψεις αντιστοιχούν σε όσες απο/προσγειώσεις κάνει ένα πλήρωμα Boeing 747 σε 6 μήνες, αν δεν κάνω λάθος.
Η μέγιστη ταχύτητα των CL-415 είναι 375 km/h (λίγο πιο γρήγορα από Formula 1), ενώ όταν κάνουν ρίψη, πετούν (?) με 195 km/h (πιο αργά από την τελική του οικογενειακού μας αυτοκινήτου).
Το κάθε πλήρωμα αποτελείται από δύο άτομα που ανήκουν στην Ελληνική Πολεμική Αεροπορία.


ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ
Είναι πιλότοι, αλλά όχι τέτοιοι πιλότοι:

Είναι στην Πολεμική Αεροπορία, αλλά όχι σ’ αυτήν την Πολεμική Αεροπορία:
Έχουν τελική μεγαλύτερη από Formula 1, αλλά δεν οδηγούν Formula 1.








Και δεν έχει βέβαια, καμία σχέση ο μισθός τους με αυτόν των πιλότων της Formula 1!


Δεν πετούν σε ρομαντικά ηλιοβασιλέματα, πετούν μέσα σε καπνό και φλόγες.
Οι σμαραγδένιες θάλασσες, που κολυμπάμε εμείς που «βλέπουμε» είναι νερό για να σβήσει η φωτιά.

Όταν, όταν και αν, τελειώσουν και γυρίσουν στην Ελευσίνα δεν τους περιμένει κανείς.

Δεν απεργούν. Ποτέ!

Δεν επιτρέπεται να είναι ευρύπυγοι, άρα δεν συνδικαλίζονται.

Δεν είναι αρμόδιοι, άρα είναι υπεύθυνοι.

Δεν φορούν φανταχτερές στολές και δεν εμφανίζονται ποτέ σε κανάλια.

Η γειτονιά τους ξέρει μόνο οτι δουλεύουν (!) στην Αεροπορία.

Δεν θα αναφερθεί ποτέ κανείς γι’ αυτούς με το μικρό τους όνομα.

Ούτε με το επίθετο, διότι

είναι ανώνυμοι!!!

Νομίζω όμως, οτι θυμάμαι κάποιους αριθμούς:
2049
2044
2054
2053
2050
2052
2051

ΑΦΙΕΡΩΣΗ
Με κατανόηση, στην παγκόσμια κότα, που δήλωσε σε «κανάλι» στην τελευταία φωτιά του Υμηττού «...τ’ αεροπλάνα κάνανε μία ώρα να ‘ρθουν...» !!!
Μία, να είναι η ώρα σας, μαντάμ.
Κι εκείνη, στο κρεβάτι!

ΕΥΧΗ
Την έχει κάνει η γιαγιά μου:
«Γειά στα χεράκια σας παλληκάρια μου»
και,
«Να σας χαίρεται η μανούλα σας λεβέντες μου»
Και η γυναίκα σας και τα παιδιά σας κι εμείς
οι κολυμβητές, οι παρατηρητές, οι αμέτοχοι,
οι ευγνώμονες

Υ.Γ. Σαν παρατηρητής, κολυμβητής, αμέτοχος και θλιβερά ανίκανος, έσφιγγα ασυναίσθητα τις γροθιές μου όταν οι πιλότοι πίεζαν (και ίσως με τα ίδια τους τα χέρια τους τραβούσαν) τα CL-415, να σηκωθούν φορτωμένα, βογγώντας από την Καλαμίτσα.
Ο ήχος από τους P&W, που αγωνίζονταν να ισορροπήσουν τα αεροπλανάκια που κλυδωνίζονταν στο δυνατό Βοριά δεν είχε τίποτα το ηρωικό, το φαντασμαγορικό, τέλος πάντων!

- Γιαγιά, οι άγγελοι έχουν φτερά;
- Έχουν, αγόρι μου.
- Γιαγιά, οι άγγελοι έχουν ονόματα;
- Έχουν αγόρι μου.
- Και πώς τους λένε:
- 2049, 2044, 2054, 2053, 2050, 2052, 2051.

Κυριακή 3 Αυγούστου 2008

Μια τυπική καλοκαιρινή μας βόλτα, Σάββατο πρωί στο Ρέθυμνο

Το «κοντέρ» με τις μέρες του καλοκαιριού γυρίζει σαν τρελό! Τηλεφωνώ σε συναδέλφους και τους πετυχαίνω σε παραλίες.
Εμείς εδώ! Στην ζεστή, εξουθενωτική καθημερινότητά μας.
Τις καθημερινές, η δουλειά στο ιατρείο εναλλάσσεται με τα απογεύματα (Τρίτη και Πέμπτη) που περνώ με τα ζουζούνια μου. Τόσο ανεξάντλητα σε ατάκες και «σκηνικά», όσο εξαντλητικά σε σωματική κούραση. Η εβδομάδα κυλά και φτάνει το Σαββατοκύριακο. Εκεί που άλλοι, μόλις φτάσει η Παρασκευή λένε «άντε ένα κουράγιο και αύριο είναι Σάββατο, θα ξεκουραστώ», εγώ ακριβώς το αντίθετο. Βλέπετε, η καλή μου δουλεύει, οπότε το Σάββατο, αναλαμβάνω τα πιτσιρίκια μου από τις έξι το πρωί, μέχρι τουλάχιστον το απογευματάκι. Όχι, ότι περνάμε άσχημα. Ίσα-ίσα, κάνουμε βόλτες, δουλειές, βλέπουμε για εκατομμυριοστή φορά τον Νέμο, τις Αριστογάτες ή Την Λαίδη με τον Αλήτη της. Μέχρι και κουκλοθέατρο παίζουμε.
Θα μου πείτε «ε! τότε τι γκρινιάζεις;;». Και θα σας πω ότι και το ποδόσφαιρο ή το ποδήλατο, μου αρέσει, όμως μετά από κάποια χιλιόμετρα … τα παίζω! Λυπάμαι, από την άλλη, γιατί η γυναίκα μου κουράζεται ακόμα περισσότερο, και δεν έχω το κουράγιο να την βοηθήσω όσο θα ήθελα. Έστω, να την στηρίζω ψυχικά! Ακόμα και αυτά μας τα αποθέματα, εξαντλούνται!

Κάθε πρωί λοιπόν, σαν να έχω γεννήσει ένα κοκοράκι, ακριβώς στις 6:00 τα ξημερώματα, η ησυχία του σπιτιού διακόπτεται από ένα (πολλές φορές και δύο ταυτόχρονα) «Μπαμπά, έλα!» ή «Αγκαλιά μπαμπά»…
Αφού κάνουμε μια στάση στα γιογιό μας, βγάζουμε την νυχτερινή μας πάνα, βάζουμε τα βρακάκια μας και πάμε στην κουζίνα για να φτιάξουμε γάλα και καφέ. Ο Ερμής, με μια βδομάδα διαφορά, έβγαλε και αυτός την πάνα την ημέρα, ενώ όλο και πιο συχνά έχει στεγνή την πάνα που φοράμε για τον ύπνο. Όσο ετοιμάζω το πρωινό, τους δίνω και τρώνε ένα από τα αγαπημένα τους σνακ: «νιφάδες βρώμης» ή «νιφάδες καλαμποκιού», τα πιο γνωστά ως corn-flakes. Για τα δικά μου παιδιά είναι σαν τα «πατατάκια» ή τα «γαριδάκια», που άλλοι, κακώς, δίνουν για να περνά η ώρα στα μικρά τους. Έχουν από ένα μικρό μπολ μπροστά τους και μασουλάνε φλυαρώντας.
Με το που ετοιμάζεται το πρωινό, μεταφερόμαστε οικογενειακώς στο καθιστικό, να αποκτήσουμε τηλεοπτική παρέα και πρωινή ενημέρωση. Πίνουμε λοιπόν, το γάλα μας και σκαρώνουμε φανταστικά παιχνίδια με τα κουκλάκια-ζωάκια που έχουμε σε αφθονία. Τον δεύτερο χρόνο ζωής, τα παιδιά αρχίζουν να κοινωνικοποιούνται. Σιγά-σιγά παίζουν παράλληλο παιχνίδι, δίνοντας ο ένας στην άλλη τους πρωταγωνιστές της αστείρευτης φαντασίας τους και περιμένοντας την σειρά τους για να παίξουν. Αυτό το τελευταίο όχι και τόσο συχνά είναι η αλήθεια. Θα διδαχθούν όμως την υπομονή, στο νηπιαγωγείο, που είναι προ των πυλών.
Ήδη τα «πορώνουμε», παίρνοντας τα, βόλτα στο «σχολείο» και με προτροπές του στυλ «άντε τώρα που μεγαλώσατε θα πάτε σχολείο» ή και καλά για να συνηθίζουν και την ιδέα του αποχωρισμού της πιπίλας, «έλα τώρα, ολόκληρος παίδαρος, σε λίγο θα πηγαίνεις σχολείο και να φοράς πιπίλα!». Αυτό το τελευταίο, δηλαδή την απαλλαγή από την πιπίλα, το εφαρμόζουμε πλέον κάθε πρωί. Τις περισσότερες φορές, με περίσσεια θεατρικότητα, τραβάνε αποφασιστικά την πιπίλα με την πλαστική της αλυσίδα, ξεκολλώντας το μανταλάκι που την κρατά στην μπλούζα τους και μας την δίνουν, για να εισπράξουν άμεσα την επιβράβευση «μπράβο! Τώρα είσαστε μεγάλα παιδιά…». Στην πλειοψηφία τους, οι μέρες περνούν χωρίς πιπίλα, και όπως με την πάνα, την χρησιμοποιούμε μόνο για τον βραδινό ύπνο.
Την πιπίλα, καλό είναι εκεί μεταξύ δύο και τριών χρονών, κυρίως για να μην μας στραβώσουν και χαλάσουν τα δόντια μας, να την πετάμε. Λένε, ότι είναι πολύ πιο εύκολο από ότι φανταζόμαστε. Εκεί που τρέμεις στην ιδέα, του «πως θα κοιμάται;» ή «πως θα ησυχάζει χωρίς την πιπίλα;», την παίρνει το ποντικάκι ή η θάλασσα, γκρινιάζουμε μια δυό μέρες (ή μάλλον νύχτες) και την ξεχνάμε.
Η ώρα του Σαββατιάτικου πρωινού περνά, η μαμά σηκώνεται και όσο ετοιμάζεται για τη δουλειά, εμείς ετοιμαζόμαστε για βόλτα. Βάζουμε αντηλιακό (γιατί πρέπει να περάσουν τουλάχιστον 20 λεπτά πριν βγούμε στον ήλιο), και φοράμε τα ρουχαλάκια, που είναι συνήθως επιλογή της αγουροξυπνημένης μαμάς. Πριν βγούμε καθόμαστε στα γιογιό για μια τελευταία «κατάθεση»…
Η καμπάνα της Αγίας Βαρβάρας ηχεί 9:00 το πρωί, οπότε και ο ήλιος δεν είναι ακόμα επικίνδυνος. Οι Αυστραλοί λένε «να βγαίνεις στον ήλιο, μόνο όταν η σκιά σου είναι αρκετά μεγάλη ώστε να σε “καλύπτει”-προφυλάσσει». Πρακτικά, περιγράφουν τις ώρες πριν τις 11:00 το πρωί και μετά τις 5 με 6 το απόγευμα, όταν ο ήλιος δεν είναι κάθετος στη γη και οι ακτίνες του δεν είναι τόσο επικίνδυνες. Εννοείται ότι, και πάλι βάζουμε αντηλιακό, καπέλο και γυαλιά ηλίου. Όσον αφορά στα τυπάδικα γυαλιά μας, προσέξαμε να πάρουμε μάρκας, με καλούς φακούς και εκπαιδεύσαμε τα ζουζούνια, να τα φοράνε μόνο όταν βγαίνουνε και μόλις γυρίσουν σπίτι να τα φυλάμε στην θήκη τους.
Είναι προτιμότερο να μην φοράνε καθόλου γυαλιά ηλίου τα παιδιά, παρά κάποια «ψεύτικα», που αφήνουν το βλαβερό φάσμα της ηλιακής ακτινοβολίας να περνά. Όταν το μάτι βλέπει μέσα από σκουρόχρωμα γυαλιά, δεν το ενοχλεί ο ήλιος και η κόρη του διαστέλλεται, ανοίγει δηλαδή, όπως όταν προσπαθούμε να δούμε στο σκοτάδι, επιτρέποντας στις βλαβερές ακτινοβολίες να το «βομβαρδίσουν». Καλύτερα λοιπόν να ξοδευτείτε ή να αφήσετε τα βλαστάρια σας χωρίς καθόλου γυαλιά.
Στη βόλτα, είτε με το καρότσι, είτε με το ποδηλατάκι στο οποίο κάθονται εκ περιτροπής στη θέση του οδηγού, είτε με τα πόδια, κρατώντας ΠΑΝΤΑ το χέρι του μπαμπά, συνήθως είναι πολύ καλά παιδιά. Υπάρχουν όμως και κάποιες περιπτώσεις που ξυπνάμε στραβά και που η ήσυχη βόλτα καταλήγει σε θορυβώδη επανάσταση, η οποία «καταπνίγεται παραδειγματικά». Κάπως έτσι, εξελίχθηκε η βόλτα, το περασμένο μόλις Σάββατο, όταν μια και δυό, κρατώντας από ένα χέρι ο καθένας, ξεκινήσαμε για μια ήρεμη περιήγηση, στα σοκάκια της παλιάς πόλης. Κάτι ο Ερμής που ήθελε να πάμε από την άλλη μεριά προς το ιατρείο, κάτι η Χαρούλα που επέμενε να περπατά πάνω στο πεζοδρόμιο φωνάζοντας και τραβώντας όταν τελείωσε το πεζοδρόμιο, καταλήξαμε μετά από τουλάχιστον 3-4 προειδοποιήσεις ότι εάν δεν ηρεμήσουν και δεν είναι καλά παιδιά θα γυρίσουμε σπίτι, να κάνουμε ακριβώς αυτό. Τα σήκωσα από ένα σε κάθε χέρι, μούσκεμα στον ιδρώτα από την κούραση και την ζέστη, και στο όνομα της ιεράς διαπαιδαγώγησης, έγινα ρεζίλι στον κεντρικότερο δρόμο του Ρεθύμνου. Από την μία ένας Ερμής να ωρύεται, «όχι σπίτι, όχι σπίτι! Θέλω βόλτα». Από την άλλη η Χαρούλα να έχει ψιλο-λουφάξει, γιατί κατάλαβε ότι από δική της «καρακατσουλιά» κινδύνευαν να χάσουν την βόλτα τους. Στη μέση εγώ να ασθμαίνω, μούσκεμα στον ιδρώτα, ξεχειλίζοντας θυμό. Φτάσαμε σπίτι και αφού τους άφησα στο καθιστικό, μάζεψα την ψυχραιμία μου και τους έδωσα μια ακόμα ευκαιρία. Η κάθε τιμωρία, δεν έχει εκδικητικό αλλά εκπαιδευτικό χαρακτήρα. Το ζητούμενο δεν ήταν να μην κάνουμε τελικά βόλτα, αλλά να μάθουν κανόνες για μια ασφαλή βόλτα. Λέω λοιπόν, κυρίως στον Ερμούκο, «σταμάτα να κλαις, και θα πάμε βόλτα», μην νομίζει ότι επειδή ούρλιαζε υπέκυψα. Και αμέσως μετά, «τι έχουμε πει για τα καλά παιδιά όταν πάνε βόλτα; Κρατάνε πάντα από το χεράκι τον μπαμπά ή την μαμά, και δεν τραβάνε ή φωνάζουνε! Εντάξει;». Συγκρατώντας όσο μπορούσε ο μικρούλης μου τους λυγμούς του, ηρέμησε και μου έδειξε ότι συμφωνεί, κουρνιάζοντας μαζί με την αδερφή του στην αγκαλιά μου, και φιλοδωρώντας με, με φιλάκια. Ξαναβγήκαμε και κάναμε μια μεγάλη βόλτα καταλήγοντας στην θάλασσα, όπου παίξαμε στην άμμο.

Όχι ότι δεν ξανακάνανε σκανδαλιά στον δρόμο, όμως ξέρουν ότι δεν αστειευόμαστε και ότι μια, δυό και τρίτη δεν έχει, γυρίζουμε σπίτι. Η αγωνία μας είναι, όχι να έχουμε φρόνιμα και υπάκουα παιδιά, αλλά να τα μεγαλώνουμε με ασφάλεια. Πριν μόλις μερικές μέρες, είχαν βγει βόλτα με την μαμά τους και μια φίλη. Ο Ερμής είχε περίεργες διαθέσεις και τραβολογούσε την μαμά του. Μια σταματούσε απότομα, τάχατες χαζεύοντας κάτι. Την άλλη επιτάχυνε σαν να βιαζόταν. Σε κάποια τέτοια φάση, παρά τις προτροπές της μαμάς του να είναι καλό παιδί, ξεγλίστρησε από το χέρι της και έτρεξε μέσα από ένα στενοσόκακο να βγει προς το δρόμο. Δεν θέλω ούτε στιγμή να φανταστώ τι μπορούσε να συμβεί αν δεν τον προλάβαινε η μαμά του πριν πεταχτεί ανάμεσα στα αυτοκίνητα. Δεν χρειάζεται να σας πω ότι η βόλτα τερματίστηκε εν τη γενέσει της. Δεν έχω καμία πρόθεση να κάνω παιδιά στρατιωτάκια και κατανοώ την ανάγκη τους για σκανδαλιές, καθώς και τον αυθορμητισμό του παιχνιδιού τους. Προχθές όμως, διάβασα ένα άρθρο του οποίου ομολογώ πως ζήλεψα την έμπνευση … «Αυστηροί γονείς, ευτυχισμένα παιδιά».
Θα σας αφήσω με ένα από αυτά τα μικρά, υπέροχα, καθημερινά, που συνέβη σε μια από τις περιπλανήσεις μας στα στενάκια της παλιάς πόλης του Ρεθύμνου.
Πρώτα όμως, να σας πληροφορήσω για τις διατροφικές συνήθειες των μωρών μου, από όταν συμπλήρωσαν τον πρώτο χρόνο της ζωής τους. Μετά τα πρώτα τους γενέθλια, τα παιδιά μπορούν να τρώνε τα πάντα. Καλό είναι να μην συνηθίσουν στο αλάτι και την ζάχαρη. Το πρώτο, επιβαρύνει τα νεφρά, ενώ η δεύτερη σε φορτώνει θερμίδες χωρίς ιδιαίτερη θρεπτική αξία. Το γάλα, να περιοριστεί στο πρωινό και το βραδινό και όχι κατά την διάρκεια της ημέρας. Μπορεί να αποτελεί πλούσια πηγή θρεπτικών συστατικών όπως το ασβέστιο, όμως περιορίζει την απορρόφηση άλλων, όπως τον σίδηρο. Ένα καλό ημερήσιο πρόγραμμα είναι: γάλα το πρωί, φρούτα και αυγό(καθημερινά τα πρώτα 2-3χρόνια ζωής) για δεκατιανό, λαχανικά, όσπρια, κρέας και ψάρι για μεσημέρι, δημητριακά ή γιαούρτι το απόγευμα, και γάλα για βραδινό.
Τι γάλα; Οποιοδήποτε! Υπάρχουν τα τρίτης βρεφικής ηλικίας, κατάλληλα διαμορφωμένα και εμπλουτισμένα για τις ανάγκες του νηπίου. Ένα από τα καλύτερα γάλατα είναι το κατσικίσιο. Δυστυχώς, λόγω έλλειψης κάποιων βιταμινών, δεν μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε σε βρέφη γιατί κινδυνεύουν να πάθουν αναιμία. Μετά όμως το πρώτο χρόνο, τα συστατικά που λείπουν, τα παίρνουν από τις υπόλοιπες τροφές και έτσι το κατσικίσιο γάλα, συμπεριλαμβάνεται στις διαιτολογικές μας εναλλακτικές. Τα δίδυμά μου, έχουν το προνόμιο να πίνουν φρέσκο γάλα, από μια κατσικούλα ονόματι «μπιμπίνα». Ανάμεσα στα προτερήματα του να ζεις στην επαρχία, είναι η άμεση επαφή σου με την φύση. Τα μωράκια μου, έχουν επισκεφτεί την θεία τους στο χωριό δίπλα στο Ρέθυμνο, και έχουν γνωρίσει από κοντά την «μπιμπίνα». Ξέρουν ότι το γάλα που μας έρχεται κάθε μέρα σε μπουκάλια και που αφού το βράσουμε καλά(σέρνεται και μελιταίος πυρετός), το φυλάμε στο ψυγείο και το πίνουμε πρωί και βράδυ.
Σε μια περιπλάνηση μας στα σοκάκια του Ρεθύμνου, στο γεμάτο τουρίστες και χρώματα, σταμάτησαν μπροστά σε ένα στατό με καρτ ποστάλ. Ξαφνικά λοιπόν, ακούμε τα δίδυμα να φωνάζουν ενθουσιασμένα «μπιμπίνα, μπιμπίνα!». Είχαν εντοπίσει μια καρτ-ποστάλ που απεικόνιζε μια κατσικούλα σε βουκολικό κρητικό τοπίο. Έπρεπε να ήσασταν από μια μεριά να δείτε το απορημένο βλέμμα του πωλητή όταν τα μικρά μου χάρισαν από ένα φιλάκι στην κάρτα λες και αντίκριζαν κάποιον αγαπημένο συγγενή τους.
Να είστε όλοι καλά, και τα παιδιά μας καλύτερα!