Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010

Το ξύλο δεν βγήκε από τον παράδεισο...

Ο παιδίατρος έχει μια ιδιαίτερη σχέση με τον ασθενή του. Είμαστε ίσως η μοναδική ιατρική ειδικότητα στην οποία είναι σχεδόν πάντοτε απαραίτητη η μεσολάβηση κάποιου για να μπορέσεις να φθάσεις στο ασθενή σου. Συνήθως αυτός ο διαμεσολαβητής είναι ο γονιός. Πρέπει λοιπόν να έχουμε το ταλέντο να επικοινωνούμε με όποιον είναι υπεύθυνος για την ανατροφή του παιδιού και να τον πείθουμε για το τι πρέπει να κάνει και τι είναι καλό για το παιδί.
Σήμερα, έχω μπροστά μου ένα νεαρό ζευγάρι που, αν και δεν έχει μπει καλά-καλά στην 3η δεκαετία της ζωής του, έχει ήδη δύο παιδιά. Το βρέφος λίγων μηνών, έχει έρθει για τον τακτικό έλεγχο και τον εμβολιασμό του, ενώ η κοντά τριών χρονών αδερφούλα του ήρθε για …«παρέα» με τους γονείς. Το κορίτσι, όση ώρα εξετάζω το αδερφάκι της, τριγυρνά στο ιατρείο και ψαχουλεύει τα πράγματα αγνοώντας, κάποιες στιγμές επιδεικτικά ομολογώ, τις προειδοποιήσεις του μπαμπά. Κάποια στιγμή το ατίθασο χεράκι της μικρής κατά λάθος σπρώχνει τη μολυβοθήκη από το γραφείο μου η οποία προσγειώνεται με θόρυβο στο πάτωμα, για να ακολουθήσει το χέρι του μπαμπά, μόνο που αυτό το τελευταίο προσγειώθηκε με θόρυβο στο μάγουλο της έκπληκτης μικρής.
Η έκπληξη άμεσα μεταφέρθηκε σε εμένα. Δεν περίμενα να πραγματοποιηθούν οι φραστικές απειλές «κάτσε φρόνιμη γιατί θα σε δείρω». Έχω μια φυσική αποστροφή προς την βία, ειδικά όταν αυτή στρέφεται προς τα παιδιά. Χρειάστηκε να επιστρατεύσω αρκετά αποθέματα ψυχραιμίας για να μην αντιδράσω άμεσα.
Από μέσα μου φωνάζω στον εαυτό μου:
«είναι λάθος να επιπλήττεις τους γονείς μπροστά στα παιδιά τους. Οι γονείς για τα παιδιά είναι πρότυπα, είναι οι πυλώνες πάνω στους οποίους χτίζουν καθημερινά την προσωπικότητά τους. Όταν μειώνεις τον γονιό μπροστά στο παιδί κάνεις ταυτόχρονα ζημιά και στο παιδί. Αρχίζει να κλονίζεται η εμπιστοσύνη του προς τους γονείς του και τραντάζεται το οικοδόμημα του χαρακτήρα του από τα θεμέλια του. Όσο λοιπόν δίκιο και αν έχεις, όταν υπάρχει παιδί μπροστά, οφείλεις να συγκρατήσεις την ένταση και με τρόπο που να μην ταράξει το παιδί, να δώσεις στον γονιό να καταλάβει το λάθος του». Φανταστικές αυτές οι εσωτερικές φωνές του καλού και του κακού. Όταν δεν αγγίζουν την σχιζοφρένια είναι ο ιδανικός τρόπος να συγκρατήσεις τον εαυτό σου σε παρόμοιες καταστάσεις.
Τι απαιτήσεις να έχεις από ένα πατέρα είκοσι δύο χρονών και μια μητέρα ούτε καν είκοσι. Είναι δύο παιδιά που απόκτησαν παιδιά. Ο τίτλος του γονιού, μας προσδίδεται με το που γεννιέται το παιδί μας, δυστυχώς όμως, δεν φέρει μαζί του αυτόματα τις γνώσεις ή την πείρα που απαιτεί ο ρόλος του γονιού.
Συνεχίζω λοιπόν να γράφω στο βιβλιάριο υγείας του μωρού που μόλις είχα εμβολιάσει, χωρίς να σχολιάσω την σφαλιάρα και ας νιώθω τα μάγουλά μου να κοκκινίζουν. Φαντάζομαι ότι τα μάγουλα μου θα είναι ασορτί με το πρόσφατα «σφαλιαρισμένο» μάγουλο της μικρής που τώρα είχε λουφάξει, παλεύοντας να συγκρατήσει την υγρασία που άρχισε να εμφανίζεται στην άκρη των ματιών της.
Αφού λοιπόν έδωσα τις οδηγίες για την ανάπτυξη του μωρού και για τις πιθανές παρενέργειες του εμβολίου που μόλις έκανε, συνεχίζω την ροή του λόγου μου, αλλάζοντας θέμα, όχι όμως και ύφος.
«Το ξύλο δεν βγήκε από τον παράδεισο! Μπορείτε να φοβερίζετε με εκφράσεις του στυλ «θα τις φας» ή να μετράτε μέχρι το τρία, λέγοντας με έντονο ύφος στο παιδί «θα μετρήσω μέχρι το 3… ΕΝΑ, ΔΥΟ, ΔΥΟΜΙΣΗ…» ποτέ όμως δεν θα ξεστομίσετε το ΤΡΙΑ! Και σίγουρα ποτέ δεν πρέπει να χτυπήσετε το παιδί. Ούτε καν να του τραβήξετε το αυτί ή να του παίξετε(μετάφραση από τα κρητικά: «ρίξετε») μία στον κώλο».
Κάπου εδώ αρχίζουν οι γονείς να συνειδητοποιούν ότι έχω αλλάξει θέμα. Η μικρή εξακολουθεί να τρίβεται στον μπαμπά της, ζητώντας με τον δικό της τρυφερό τρόπο την εύνοια του, αδιαφορώντας για τις οδηγίες μου.
«Είναι προτιμότερο» συνεχίζω ακάθεκτος, «να πλανάτε στον αέρα μια αδιόριστη απειλή, ασύλληπτη ακόμα και από την αστείρευτη φαντασία του παιδιού, παρά να την κάνετε πράξη, προκαλώντας του πόνο. Τα περισσότερα παιδιά που τα χτυπάνε οι γονείς τους, περιγράφουν μεγαλώνοντας, ότι σύντομα εξοικειώνονται με την ιδέα. Κάνουν την σκανδαλιά και στην συνέχεια απλά περιμένουν να πληρώσουν το τίμημα. Τα παιδιά δέχονται τις ξυλιές, συχνά κοιτώντας με απάθεια, βγάζοντας κυριολεκτικά από τα ρούχα του τον τιμωρό γονιό, που καταντά απλά να ξεσπά τα νεύρα του και όχι να δίνει ένα μάθημα στο παιδί του. Θα με θυμηθείτε όταν σύντομα θα πιάνετε τον εαυτό σας περισσότερο να εκτονώνεται, παρά να νουθετεί το παιδί».
Οι λέξεις μου δεν είναι τυχαίες. Προσπαθώ να εξηγώ στους μεγάλους χωρίς να κινήσω το ενδιαφέρον της μικρής. Δεν θέλω να αντιληφθεί ότι επιπλήττω τους δικούς της. Δυστυχώς όμως, το κοινό μου έχει κουραστεί και μάλλον η συγκέντρωση των νεαρών γονιών συναγωνίζεται πλέον αυτή της κόρης τους, που είναι έτοιμη να ξαναρχίσει την εξερεύνηση. Ήρθε η ώρα να επιστρατεύσω την γλαφυρότητα ενός παραδείγματος για να κεντρίσω την φαντασία τους.
«Ο πατέρας μου ποτέ δεν άπλωσε χέρι σε εμένα ή στον αδερφό μου. Θυμάμαι ότι, τα μεσημέρια που παρασυρόμασταν από το παιχνίδι στο δωμάτιο μας και κάναμε φασαρία, μας κοβότανε το αίμα μόνο που ακούγαμε τα βαριά βήματά του στο διάδρομο. Πριν από τρία περίπου χρόνια, όταν ο πατέρας μου φλερτάριζε με τα εβδομήντα του και εγώ ήμουν κάτι περισσότερο από τα μισά του χρόνια, με φώναξε να μου πει κάτι. Με ύφος πάρα πολύ αυστηρό, συγκρατώντας με μεγάλη προσπάθεια τον θυμό του σχεδόν μου φωνάζει:
-Νίκο! Για κάθισε σε παρακαλώ να σε ρωτήσω κάτι. Σου έχω ….
Το αίμα πάγωσε στις φλέβες μου και το στομάχι μου έγινε κόμπος. Ευτυχώς για εμένα, ο πατέρας μου είχε απλά παρεξηγηθεί με τον αδερφό μου και ήθελε την γνώμη μου, εγώ όμως για λίγο έχασα την γη κάτω από τα πόδια μου. Αν βάλεις την απλοϊκή λογική του ένα και ένα κάνουν δύο, τι θα μπορούσε πρακτικά να μου κάνει ο πατέρας μου; Το πολύ-πολύ να μου έβαζε τις φωνές. Και όμως! Αρκούσε να εκφράσει έντονα το θυμό του για να τρομάξω ότι άθελα μου είχα κάνει κάτι κακό. Δεν προτιμάς η μικρή να σε σέβεται από το να σε φοβάται; Δεν προτιμάς να της ρίχνεις απλά ένα αυστηρό βλέμμα και να κοκαλώνει;»
«Σκέψου όμως και το άλλο. Ο γονιός είναι το πιο δυνατό παράδειγμα προς μίμηση για το παιδί του. Είναι το είδωλο, το ίνδαλμα του. Κάτι σαν ροκ-σταρ ή σαν τον Ρουβά για τις ρουβίτσες… Για σκέψου, όταν η μικρή βλέπει εσένα που ξέρει βαθιά μέσα της ότι την λατρεύεις, να της ρίχνεις σφαλιάρα. Στα ματάκια της δικαιολογείται το ξύλο και κατ’ επέκταση η βία. Πολύ σύντομα, σε βλέπω να με ρωτάς τι να κάνεις που η μικρή δέρνει τα άλλα παιδιά στο σταθμό. Αφού το κάνει ο μπαμπάς και η μαμά γιατί να μην το κάνει και η ίδια; Για να στο πάω λίγο πιο μακριά, τι πιστεύεις ότι θα κάνει και η κόρη σου με τα δικά της παιδιά;… Τότε να σε δω όταν θα τρώει σφαλιάρα η εγγονή σου και εσένα θα σου κόβονται τα πόδια».
Σταμάτησα εδώ το μάθημα. Φοβήθηκα μήπως και «χάσω» τους γονείς που είχα μπροστά μου. Μήπως τους προκαλέσω τα αντανακλαστικά τους, κλειστούν στο «καβούκι» της αυτοεκτίμησής τους και πάψουν να με ακούν. Προσπάθησα να τους πω τι να μην κάνουν. Όταν όμως δίνεις πολλές πληροφορίες μαζί στο τέλος οι γονείς μπερδεύονται και τελικά δεν θυμούνται τίποτα. Το τι πρέπει να κάνουν θα το συζητήσουμε μια άλλη φορά.
Ή μήπως μια άλλη ανάρτηση…
Να είστε όλοι καλά και τα παιδιά μας καλύτερα!

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2010

Μαθαίνοντας την ζωή με παραμύθια...

Τα μικρά μου βιάζονται να κλείσουν τα τέσσερα.

Ναι! Τα διδυμάκια μου καβατζάρισαν τα τρεισήμισι και το Μάιο θα γίνουν τεσσάρων! Τα χαίρομαι όσο δεν φαντάζεστε. Η δική τους όμως φαντασία είναι που καλπάζει και καθημερινά μας αιφνιδιάζουν με σχόλια που δεν περίμενα από το μικρό της ηλικίας τους. Μια λοιπόν που και η πανδημία είναι σε ύφεση, λέω να κάνω ένα ευχάριστο διάλειμμα και να σας διηγηθώ την σημερινή μας ιστορία, πηγαίνοντας στο …σχολείο μας.

Να σας περιγράψω όσο πιο γλαφυρά μπορώ, τι εννοώ όταν λέω για τα παιδιά προσχολικής ηλικίας, όταν δηλαδή ολοκληρώνουν τον 2ο χρόνο ζωής και μέχρι τον 5ο με 6ο, τα νήπια όπως τα λέμε στην παιδιατρική ορολογία, τι εννοώ λοιπόν όταν λέω ότι σε αυτή την ηλικία δεν υπάρχει καλύτερος σύμμαχος στην διαπαιδαγώγησή τους, από την φαντασία τους. Με ρωτούν συχνά οι γονείς νηπίων: «τι να κάνω που δαγκώνει τα άλλα παιδιά στον σχολείο;» ή «φοβάμαι μήπως ζηλεύει το αδερφάκι που σε λίγες μέρες θα γεννηθεί». Ανάμεσα στα άλλα, ανάλογα με την περίσταση, τονίζω την σημασία που παίζει η φαντασία των παιδιών αυτής της ηλικίας στο να μάθουν τι είναι καλό και τι κακό.

Σε αυτό τον τομέα οφείλω να αποδώσω τα εύσημα στην καλή μου και την δική της αστείρευτη φαντασία, που γεννά ιστορίες με το ζηλιάρη Τοτό ή την Κούλα που δάγκωνε και δεν την έκαναν παρέα ή τέλος τον τσιγκούνη Πέτρο που δεν τον έπαιζε κανένας. Σήμερα λοιπόν μου δόθηκε η ευκαιρία να παίξω και εγώ λίγο με την φαντασία των μικρών μου. Κάτι το χθεσινοβράδινο παραμύθι του Τριβιζά (δεν χάνω την ευκαιρία αν είμαι στο σπίτι να τους διαβάσω κάτι πριν να κοιμηθούν. Από τις αδυναμίες μου η ελληνική μυθολογία αλλά και τα “άπαιχτα”, ατελείωτα λογοπαίγνια του Τριβιζά.), και κάτι η ανάγκη να αποτρέψω «δίδυμη σύρραξη» γεννήθηκε η παρακάτω ιστορία.

Δεν έχουμε διανύσει παρά μερικά βήματα από το σπίτι, καθοδόν για τον παιδικό σταθμό. Η Χαρούλα μου φορά ένα καφέ μπουφανάκι, το οποίο λόγω χρώματος είχα κατά λάθος φορέσει στον Ερμή λίγο πριν από τα Χριστούγεννα. Είχαμε πάει βόλτα και αγνοώντας τις ήπιες διαμαρτυρίες της, το φόρεσα στον Ερμή. Μόνο για μια βόλτα επειδή βαρέθηκα να ξανανέβω επάνω και να φέρω μπουφάν του μικρού μου. Άσε που του πήγαινε πολύ. Στην τότε βόλτα μας, κάποιος τους χάρισε από ένα μικρό δενδράκι στολίδι χριστουγεννιάτικο. Πράσινο του Ερμή και κόκκινο της Χαράς. Ο μικρός λοιπόν το φύλαξε στην τσέπη του μπουφάν του. Ή μάλλον πιο σωστά την τσέπη του μπουφάν ΤΗΣ!

Όταν η μικρή μου έβαλε το χεράκι της στην τσέπη του μπουφάν της, έβγαλε από μέσα το πράσινο δενδράκι του Ερμή.

«Μπαμπά κοίτα τι βρήκα!»

Δεν χρειάζεται να σας πως ότι το ραντάρ του Ερμή αμέσως εντόπισε το δεντράκι του στο χέρι της Χαράς και το ύφος της φωνής του προμήνυε καυγά.

«ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΡΑΘΙΝΟ!!!»




Για να δω την πονήρω την μικρή να σφίγγει στην παλάμη το δενδράκι και να το κρύβει πάλι βαθιά στην τσέπη της.

«ΘΕΛΕΤΕ!» πετάγομαι εγώ ως διαδυδιμικός μεσολαβητής «να σας πω μια ιστορία…»

Η έμπνευση μου τους ξάφνιασε ευχάριστα.

"Ναι…" μουρμουρίζουν με ένα συγκρατημένο ενθουσιασμό.

«Μια φορά και έναν καιρό(η αγαπημένη μου και πολύ πρωτότυπη εισαγωγή), ήταν δύο αδερφάκια, ο Μημής και η Χαχά»

«ΌΧΙ δεν θέλω να μας πεις για εμάς!!...» πετάγεται ο Ερμής.

Με μια εσάνς αυστηρότητας τον προλαβαίνω: «μα δεν είπα Ερμή, είπα ΜΗΜΗ» και δεν είπα Χαρά αλλά ΧΑΧΑ. Και μάλιστα ξέρετε γιατί τον Μημή τον έλεγαν Μημή;»

«Γιατί;» ρωτά η Χαρά.

«Γιατί όλο φώναζε “μη!” “μη!” και την Χαχά την έλεγαν Χαχά, γιατί δεν έχανε ευκαιρία να μην κοροϊδέψει φωνάζοντας “χα!” “χα!”. Μια μέρα λοιπόν περπατούσαν στον δρόμο και η Χαχά βρήκε ένα δεντράκι του Μημή στην τσέπη της. Μόλις ο Μημής το πήρε χαμπάρι άρχισε να της φωνάζει “Μη! Μη! Είναι δικό μου, άφησέ το…” και η Χαχά κρατώντας το δεντράκι του Μημή άρχισε να τον πειράζει φωνάζοντας “Χα! Χα! Δεν μπορείς να το πάρεις, τώρα είναι δικό μου!”. Ξαφνικά, πετάγεται μπροστά τους ένας μεγάλος άντρας που τον έλεγαν …Μπούλα! Ξέρετε γιατί τον έλεγαν Μπούλα;»

«Γιατί;» ρωτά απορροφημένος ο Ερμής.

«Γιατί έμοιαζε με τον μπαμπούλα! Π ετάγεται λοιπόν ο Μπούλας και αρπάζει το δεντράκι παιχνίδι, εξηγώντας με αυστηρή φωνή “αφού αντί να παίζετe μαλώνετε, θα το πάρω εγώ και δεν θα το έχει κανείς…”

Ο Μημής και η Χαχά, τρόμαξαν! Δεν είπαν τίποτα και γύρισαν στο σπίτι τους. Λίγο πριν μπούνε μέσα γυρίζει ο Μήμης και λέει στην Χαχά: “συγνώμη που δεν σε άφηνα να παίζεις με το δεντράκι μου…” και η Χαχά του απαντά “εγώ ζητώ συγνώμη που δεν σου έδινα το παιχνίδι σου..” και τότε πετάγεται και πάλι μπροστά τους ο Μπούλας δίνοντας πίσω το δεντράκι, εξηγώντας τους ότι για πλάκα τους το είχε πάρει και τώρα που τους έβλεπε αγαπημένους ήθελε να τους το ξαναδώσει. Φεύγοντας τους συμβούλεψε αντί να μαλώνουν να μοιράζονται τα παιχνίδια τους γιατί έτσι θα έχουν διπλά παιχνίδια….»

Βλέποντας την αυλόπορτα του παιδικού μας σταθμού τους ρωτώ:

«Σας άρεσε η ιστορία;»

«Ναι!» Πετάγεται ο Ερμής.



«Θα μου δώσετε δηλαδή στέρεο φιλάκι;» και σκύβω προβάλλοντας τα μάγουλά μου για να έρθουν και να μου δώσουν ταυτόχρονα από ένα φιλί









Να είστε όλοι καλά και τα παιδιά μας καλύτερα!