Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2015

Πως και πότε να εμπιστευτούμε μόνα τους τα παιδιά μας;

Τόσο κοντά χρονικά στα Χριστούγεννα και το Ρέθυμνο ντύνεται πάλι με τα γιορτινά του. Μάσκες, λαμπιόνια, στολές, σερπαντίνες. Οι απόκριες είναι εδώ! 
Φέτος όλα έρχονται πολύ γρήγορα. Ακόμα και οι εκλογές με την καινούργια κυβέρνηση. Ο παραλληλισμός αναπόφευκτος! Ελπίζουμε, οι μάσκες αυτή τη χρονιά να μείνουν στο καρναβάλι και επιτέλους να φύγουν από την πολιτική. Τα πρώτα σημάδια είναι τουλάχιστον ενθαρρυντικά. Να δούμε, θα επικρατήσει η κωμωδία ή το δράμα από τις γνωστές Βενετσιάνικες επιλογές. Ό,τι και αν γίνει, εύχομαι να μας φέρει την αξιοπρέπεια που τόσο έχει λείψει από όσους μας εκπροσωπούν για δεκαετίες τώρα στη Βουλή.
Κυριακή πρωί, και οι δρόμοι της Παλιάς Πόλης του Ρεθύμνου είναι αποκλεισμένοι για τα μηχανοκίνητα οχήματα, και αφιερωμένοι στο παιδικό «Κυνήγι Θησαυρού». Από νωρίς, η γειτονιά μας έχει γεμίσει φωνούλες και αχό από ποδαράκια που τρέχουν. Στο δικό μας σπιτικό, η Κυριακή με βρίσκει να πλένω τα πιάτα από τη χθεσινοβραδινή μάζωξη και τα παιδιά να παίζουν με τα παιχνίδια τους. Εντάξει, το ομολογώ, μετά το πρωινό τους είδαν και λίγη τηλεόραση… Λίγη όμως! Η μαμά μας εφημερεύει, οπότε θα ξαναβρεθούμε αύριο το απόγευμα.
Ακούω την πιτσιρικαρία μέσα και έξω από το σπίτι και εκεί ανάμεσα στο πλύσιμο των ποτηριών και τον αποχαιρετισμό των γονιών μου, που μέσα από τη διαδικτυακή μας επικοινωνία (τύφλα να έχουν οι skype συνδέσεις του «ΣΚΑΙ»), μου κρατούσαν συντροφιά από Αθήνα, αναλογίζομαι τι θα ακολουθήσει  μετά το συμμάζεμα του σπιτιού. Οι σκέψεις με ταξιδεύουν στην προηγούμενη ανάρτηση και στον προβληματισμό για το πότε τελικά οφείλουμε να δώσουμε αυτή την μικρή ώθηση αυτονομίας στα μικρά μας. Τα δικά μου κοντεύουν εννέα χρονών και ακόμα δεν πηγαίνουν μόνα τους, ούτε ως το περίπτερο για τσίχλες, που λέει ο λόγος. Σε ποια ηλικία τα παιδιά γενικά, και κάτω από ποιες συνθήκες θα αρχίσουν να αναπτύσσουν μικρές πρωτοβουλίες που θα τα βοηθήσουν να σταθούν με μεγαλύτερη ασφάλεια στα πόδια τους; Οι παράγοντες πολλοί και η απάντηση δεν μπορεί να είναι συγκεκριμένη. Το σημερινό σκηνικό πάντως, φαντάζει προκλητικά πρόσφορο για την περίπτωση. Η Παλιά Πόλη χωρίς αυτοκίνητα ή μηχανές, με παιδιά υπό την επίβλεψη ενηλίκων  να παίζουν το «Κυνήγι του Θησαυρού». Μέχρι και οι Σαμαρείτες του Ερυθρού Σταυρού ήταν σε ετοιμότητα μήπως και συμβεί κάτι! Φωνάζω λοιπόν τα μικρά μου και τους ρωτώ:
-    Τι λέτε; Πιστεύετε ότι μπορείτε να μου κάνετε μια χάρη;
Με κοιτούν με απορία αλλά και ενδιαφέρον.
   -    Μπορείτε να πάτε να μου φέρετε την εφημερίδα μου; Στην επιστροφή, αν θέλετε κάνετε μια στάση για να πάρετε και κάτι από το φούρνο απέναντι…
Με χαρά βλέπω τον ενθουσιασμό να ακολουθεί το δισταγμό στο ύφος τους. 
Ο Ερμής, άρχισε τις απορίες:
   -    Από πού θα πάρουμε την εφημερίδα;
   -    Από το περίπτερο απέναντι από τη Μητρόπολη…
   -    Α! κατάλαβα, πετάγεται η Χαρούλα και περιγράφει μια τελείως άσχετη τοποθεσία.
   -     Όχι! Την διορθώνω εγώ αμέσως. Ευθεία από το σπίτι μας, στη διαδρομή προς το ιατρείο, απέναντι από τη μεγάλη εκκλησία. Για να ακούσω τον Ερμή αυτή τη φορά, με θέρμη, να προσδιορίζει ένα επίσης άσχετο σημείο…
   -    Δίπλα από τα ταξί; και πως θα περάσουμε το δρόμο;;; διαμαρτύρεται με ωριμότητα και ανησυχία που με ανακούφιση έχω διαπιστώσει από καιρό τώρα..
   -    Ποια ταξί βρε παιδιά; Και ποιόν δρόμο; Ελάτε εδώ! Τους οδηγώ στη βεράντα του σπιτιού μας και τους δείχνω το δρόμο που ξεδιπλώνεται μπροστά μας…
   -    Α!!! Κατάλαβα, πετάγεται τρισχαρούμενη η μικρή μου και αυτή τη φορά δίνει τις ακριβείς συντεταγμένες του περίπτερου στόχου…
Σπεύδουν να ντυθούν, ενώ εγώ έγραψα το όνομά της εφημερίδας σε ένα μικρό κομμάτι χαρτί. Έδωσα πέντε ευρώ στον καθένα και τους προειδοποίησα ότι θα τους παρακολουθώ από τη βεράντα, ώστε αν διαπιστώσω ότι αργούν να επιστρέψουν, θα τρέξω να τους βρω.
Σε λίγα λεπτά, απολάμβανα τις πλατούλες τους καθώς στοιχίζονταν στην άκρη του δρόμου, για να επιτρέψουν στα μεγαλύτερα παιδιά και τους συνοδούς τους να περάσουν, ενώ στην συνέχεια προχώρησαν, ο ένας δίπλα στην άλλη, σαν πανέμορφο ζευγαράκι σε βόλτα. Σύντομα, χάθηκαν από το οπτικό μου πεδίο. Το χέρι μου με γαργάλησε να πάρω την καλή μου για να της περιγράψω το σκηνικό, όμως προτίμησα να μην την ενοχλήσω, φοβούμενος μην τρέχει ανάμεσα στους ασθενείς της. Σειρά πήραν οι δικοί μου στην Αθήνα, όμως και πάλι επέλεξα να μην καλέσω, ώστε να μην
αποσπαστώ. Άλλωστε, τα μικρά μου ξαναφάνηκαν στο  τέλος του δρόμου, με τη Χαρά μου να κρατά την εφημερίδα στα χέρια της και τον Ερμή να έχει τα δικά του στις τσέπες. Κλασσικός Ερμής, μαγκάκι με τα χέρια στις τσέπες… Μιλούσαν με θέρμη και κοιτούσαν προς το μέρος μου. Όταν έφτασαν κάτω από το σπίτι μας, τους είπα να πάνε και από το φούρνο να πάρουν κάτι για "δεκατιανό", όπως και έκαναν.
Σε πολύ λίγο, ξανά-πρόβαλαν στο πεζοδρόμιο, με τον Ερμή να κρατά μια μικρή χάρτινη σακούλα με το λογότυπο του φούρνου και κάτι σαν κουλούρι ή τυρόπιτα να προβάλει από μέσα. Τελικά, ο ένας είχε πάρει το πρώτο και η άλλη το δεύτερο. Μου διηγήθηκαν με περίσσεια γλαφυρότητα πως πήγαν στο περίπτερο και ο Ερμής ζήτησε την εφημερίδα, που ευτυχώς την είχαν γιατί κυκλοφόρησε χθες, μια που οι σημερινές λόγω κακοκαιρίας θα έρθουν πολύ αργότερα, ενώ η Χαρούλα μου, πλήρωσε με τα δικά της πέντε ευρώ. Στην συνέχεια όμως, ο Ερμής ήταν αυτός που πλήρωσε στο φούρνο…
Τα βρήκαν οι δυό τους! Μοιράσανε τις δουλειές και τις αρμοδιότητες. Μου ζήτησαν φυσικό χυμό πορτοκαλάδας, ενώ διέκρινα ένα συνωμοτικό βλέμμα από την μικρή μου.
   -    Τι μου σκαρώνεις μαϊμουδίτσα; Την ρωτώ πειράζοντας τις μαγούλες της, για να λάβω ένα…
   -    Τίποτα!! Που έμοιαζε περισσότερο με «πολλά».
Πήγα για λίγο στην κουζίνα όπου με ακολούθησε ο Ερμής για να πάρει πιάτα και για τους δύο τους. Ετοίμασα τις πορτοκαλάδες και επέστρεψα για να τους συναντήσω στο καθιστικό όπου έτρωγαν το κολατσιό τους, συζητώντας  «πωρωμένοι» με τη σύντομή τους «περιπέτεια». Σηκώνω το φλιτζάνι με τον καφέ μου για να βρω ένα μικρό ροζ χαρτάκι διπλωμένο στα τέσσερα. Από έξω έγραφε: 
«γράμα! Άνοιξε το χαρτί» 



Ξεδιπλώνοντάς το, υπό τα πονηρά γελάκια των μικρών μου, διαβάζω: «κοίτα μέσα στο συρτάρι». Ακολουθώντας τις οδηγίες, ανοίγω το συρτάρι του μικρού τραπεζιού μπροστά μου για να βρω ένα καινούργιο ραβασάκι διπλωμένο στα τέσσερα που έγραφε:


«Μπαμπά μου άρεσε πολύ που πήγαμε για εφημερίδα. Επίσης δεν το ξεχνώ ποτέ να σου γράψω ότι είσαι ο καλύτερος μπαμπάς του κόσμου!!!»
Από κάτω μια καρδιά φιλοξενούσε την διευκρίνιση: 
«Μπαμπά γράμα» και τέλος, έκλεινε:
«Με αγάπη Χαρά»


Μόνο που τα αναπαραγάγω τα μάτια μου βουρκώνουν…

Τι να πρωτοπώ για τις αγκαλιές που ακολούθησαν στα μικρά μου; Για την ικανοποίηση του γονιού που βλέπει τις προσπάθειες του να αποδίδουν τόσο γρήγορα καρπούς; Για την περηφάνια για τα βλαστάρια μου που μεγαλώνουν τόσο όμορφα; Για το «γράμα» που γράφεται με δύο «μ», και που προτίμησα να το αφήσω για αργότερα, μια που κατά τα λοιπά, ακόμα και η ορθογραφία ήταν αξιέπαινη; Για τον χαζομπαμπά που τον «ξανατούμπαραν» και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές τα ακούω να γελάνε με τα καρτούν στην τηλεόραση; Για λίγο όμως. Μέχρι να συνέλθω, να εκτονωθώ γράφοντάς σας και να βρω το κουράγιο να φορέσω και πάλι το πατρικό μου προσωπείο, ώστε με συγκρατημένη, τρυφερή, αυστηρότητα να τους ανακοινώσω:
   -     Έλα, τέρμα η τηλεόραση! Πάτε να παίξετε λίγο και πάλι με τα παιχνίδια σας.
Τα μαθήματά τους, τα έχουν τελειώσει από χθες το πρωί, οπότε, είναι εντάξει με τις υποχρεώσεις τους και δικαιούνται να απολαύσουν το κυριακάτικο πρωινό τους ανέμελα. Το απόγευμα σκέφτομαι να βγούμε καμιά βολτούλα και ίσως να πάμε σινεμά!
Ακόμη ένα όμορφο κεφάλαιο της υπέροχης σχέσης μας ολοκληρώνεται. Έτσι, σαν σελίδα στο βιβλίο μας. Το βιβλίο που γεννιέται από τη σχέση που διατηρούμε εσείς και εγώ, παρέα με τα παιδιά μας, εδώ και περισσότερα από οχτώ χρόνια.


Να είστε όλοι καλά και τα παιδιά μας καλύτερα!