Προσπαθώντας να κρατήσω χαρακτήρα, και να μην μαυρίσω τελείως ένα χώρο που
σχετίζω με τα παιδιά, θα σας πω ένα παραμύθι. Η ιστορία μας, δεν αναφέρεται σε όσους ψηφίζουν με κριτήριο το που θα βολευτούν, και ποιος θα τους κάνει το καλύτερο ρουσφέτι. Σ’ αυτούς, αξίζει να τους καεί το σπίτι τους, μια που όπως έστρωσαν, έτσι ας κοιμηθούν.
σχετίζω με τα παιδιά, θα σας πω ένα παραμύθι. Η ιστορία μας, δεν αναφέρεται σε όσους ψηφίζουν με κριτήριο το που θα βολευτούν, και ποιος θα τους κάνει το καλύτερο ρουσφέτι. Σ’ αυτούς, αξίζει να τους καεί το σπίτι τους, μια που όπως έστρωσαν, έτσι ας κοιμηθούν. Η ιστορία μας, αναφέρεται σε όλους αυτούς που ψηφίζουν μπλε και πράσινους κόκκους, πιστεύοντας στις προεκλογικές εξαγγελίες για διαφάνεια, αξιοκρατία, και για κράτος δικαίου, κοινωνικής μέριμνας και αλληλεγγύης. Αναφέρεται σε αυτούς που θα ξαναψηφίσουν ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα, παρόλο που είδαν με τα πιο μελανά γράμματα, τα σημάδια της γραφής τους, τα τελευταία 30τόσα χρόνια.

Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας βάτραχος τροφαντός-τροφαντός, που ζούσε σε μια λίμνη, σ
αν και αυτή ας πούμε του Καϊάφα! Όταν ξεκίνησε μια μεγάλη φωτιά να καίει την μία πλευρά της λίμνης, αποφάσισε να κολυμπήσει μέχρι την απέναντι όχθη για να σωθεί. Πηδώντας, πλησίασε το νερό και την στιγμή που ήταν έτοιμος να βουτήξει, ακούει μια φωνή να του φωνάζει: «κυρ βάτραχε, περίμενε, περίμενε!». Γυρίζει και αντικρίζει ένα μαύρο σκορπιό. «σε παρακαλώ, πάρε με μαζί σου στην πλάτη σου…».
«Δεν τρελάθηκα ακόμη, αν σε αφήσω να με πλησιάσεις, θα με τσιμπήσεις…» απάντησε και ετοιμάστηκε να βουτήξει. «Σε παρακαλώ, είσαι μεγάλος και αντέχεις να μας μεταφέρεις και τους δύο απέναντι, αν με αφήσεις εδώ θα καώ…». Το σκέφτηκε λίγο ο βάτραχος, τον ίδιο τόπο μοιραζόμαστε και αγαπάμε, λυπάμαι να τον αφήσω να καεί. Άλλωστε δεν ξέρει κολύμπι κ
αι δεν τον παίρνει να με σκοτώσει γιατί με χρειάζεται… Δίνει μια λοιπόν, βουτά στο νερό και πλησιάζοντας στην όχθη, προσφέρει την ράχη του στον σκορπιό, και εκείνος ανεβαίνει.
Μόλις που γλίτωσαν τις φλόγες, και κολυμπούσαν προς την σωτηρία. Κάπου στην μέση της λίμνης, ο σκορπιός σηκώνει την ουρά του και χτυπά δυνατά με το κεντρί του τον βάτραχο. Μετά τον πόνο, ο βάτραχος άρχισε να μουδιάζει και να μην μπορεί να κολυμπήσει. Όπως λοιπόν βυθιζόντουσαν προλαβαίνει και εκφράζει την απορία του προς το σκορπιό, «γιατί το έκανες αυτό, δεν ξέρεις να κολυμπάς και τώρα θα πνιγείς και εσύ μαζί μου…», για να τον ακούσει να λέει:
«Λυπάμαι, είναι η φύση μου…»
«Δεν τρελάθηκα ακόμη, αν σε αφήσω να με πλησιάσεις, θα με τσιμπήσεις…» απάντησε και ετοιμάστηκε να βουτήξει. «Σε παρακαλώ, είσαι μεγάλος και αντέχεις να μας μεταφέρεις και τους δύο απέναντι, αν με αφήσεις εδώ θα καώ…». Το σκέφτηκε λίγο ο βάτραχος, τον ίδιο τόπο μοιραζόμαστε και αγαπάμε, λυπάμαι να τον αφήσω να καεί. Άλλωστε δεν ξέρει κολύμπι κ
αι δεν τον παίρνει να με σκοτώσει γιατί με χρειάζεται… Δίνει μια λοιπόν, βουτά στο νερό και πλησιάζοντας στην όχθη, προσφέρει την ράχη του στον σκορπιό, και εκείνος ανεβαίνει.Μόλις που γλίτωσαν τις φλόγες, και κολυμπούσαν προς την σωτηρία. Κάπου στην μέση της λίμνης, ο σκορπιός σηκώνει την ουρά του και χτυπά δυνατά με το κεντρί του τον βάτραχο. Μετά τον πόνο, ο βάτραχος άρχισε να μουδιάζει και να μην μπορεί να κολυμπήσει. Όπως λοιπόν βυθιζόντουσαν προλαβαίνει και εκφράζει την απορία του προς το σκορπιό, «γιατί το έκανες αυτό, δεν ξέρεις να κολυμπάς και τώρα θα πνιγείς και εσύ μαζί μου…», για να τον ακούσει να λέει:
«Λυπάμαι, είναι η φύση μου…»

























