Ξημερώνει και βρίσκομαι μόνος να απολαμβάνω τον παφλασμό των
κυμάτων.
Τρία χελιδόνια κάνανε ένα γρήγορο πέρασμα πάνω από το μπαλκόνι
τιτιβίζοντας ένα χαιρετισμό στο φως που έρχεται. Η αλμύρα ανακατεύεται με τη
μυρωδιά της υγρής άμμου και του νοτισμένου από την υγρασία της νύχτας
γρασιδιού. Ένα πύρινο χαλί στρώνεται στην επιφάνεια της θάλασσας καθώς κάνει
την εμφάνισή του στη σκηνή του ορίζοντα, ο ήλιος. Στρέφω λίγο ψηλότερα τη ματιά
μου και αντικρίζω ένα χλωμό ολόγιομο φεγγάρι να επιμένει να μου κάνει παρέα από
ψηλά, απτόητο από τη παρουσία του βασιλιά των ουράνιων σωμάτων. Ελαφρύ αεράκι
με δροσίζει, με χαϊδεύει απαλά θαρρείς ένα κρύο χέρι, βοηθώντας τις αισθήσεις μου να ξυπνήσουν.
Ξαφνικά ένα τραγούδι από τα νιάτα μου ζωντανεύει μπροστά μου. Μια κίνηση, ένας
παφλασμός τραβά την προσοχή μου, καθώς ψάρια πηδάνε στην επιφάνεια της
θάλασσας…
«Summertime, and the
livin' is easy
Fish are jumpin' and the cotton is high»
Θαρρείς και η JanisJoplin ή η EllaFitzgerald
τραγουδούσαν για το σκηνικό που ζω! Ένα soundtrack γραμμένο για μια υπέροχη ζωή.
Οι γονείς μου μένουν μακριά μας. Μεγάλωσα βλέπετε στην
τσιμεντούπολη, η μοίρα όμως με αγάπησε και μου χάρισε μια ζωή εκεί στο νότο.
Για να μαθαίνω τα νέα τους και να τους ζω, έστω από απόσταση, επιδιώκω την
καθημερινή τηλεφωνική επικοινωνία. Χθες έγινε ένα ενημερωτικό παράδοξο. Τα νέα
τους, που μου μαύρισαν τη ψυχή, αφορούσαν ειδήσεις για τον τόπο που μένω και
μεγαλώνω τα μικρά μου. Ο πατέρας μου από την Αθήνα, με ενημέρωσε για το τι
έγινε στο Ρέθυμνο!
-
Τα έμαθες; Με ρωτά.
-
Όχι τι είναι;
-
Καλά δε βλέπετε τηλεόραση;
-
Μπαμπά! Δε βλέπω τηλεόραση στο Ρέθυμνο, θα βλέπω
στο Γύθειο; Εδώ που ερχόμαστε για να απέχουμε από όλες τις οθόνες;
Ένα μικρό ψεματάκι μια που οι οθόνες είναι πλέον
συνυφασμένες με τις ζωές μας. Από τα κινητά και τα tablet, που ευτυχώς εδώ στις διακοπές
μας είναι λίγες οι στιγμές που τα χρησιμοποιούμε, μέχρι την οθόνη μπροστά μου,
στην οποία ζωγραφίζω τα συναισθήματά μου και απαλύνω την ψυχή μου…
-
Το είπαν στις ειδήσεις… ένα παιδί πνίγηκε στο
Ρέθυμνο…
-
Τι λες τώρα; Πόσο χρονών; Πως έγινε…
-
Τουρίστες… ήρθαν για διακοπές και το παιδί πέντε
ή έξι χρονών, δε κατάλαβαν ακριβώς πως έγινε, όμως πνίγηκε στη θάλασσα
-
Είναι τρομερό! Η Ελένη έρχεται από το
νοσοκομείο, και σχεδόν καθημερινά, μας παρακινεί να προσέχουμε γιατί συνέχεια
φέρνουν πνιγμένους! Τόσο άδικος θάνατος…
-
Οι άνθρωποι ήρθαν για διακοπές και …
-
Άστα μπαμπά…. Ότι και να λέμε.. ο κόσμος δε
καταλαβαίνει… τραγικό! Χωρίς λόγο! Όσες κόκκινες σημαίες και να βάλουν, όσοι
ναυαγοσώστες και να περιπολούν, θα βρεθεί μια λίγο πιο έρημη παραλία ή κάποιος
που θα υπερεκτιμήσει τις δυνατότητες του… τα λέμε και τα ξαναλέμε όμως…
-
Σε παραλία έξω από το Ρέθυμνο συνέβη…
Ο διάλογος κύλησε
σιγά-σιγά προς τα γνωστά μας μονοπάτια, «εσείς να προσέχετε», «μην ανησυχείς!
Περνάμε υπέροχα.. να μου φιλήσεις τη μαμά..»
Η ιδέα να γράψω κάτι σχετικά με τον πνιγμό, σφηνώνεται στο
μυαλό μου σαν υποχρέωση και προτεραιότητα πλέον. Στο Ρέθυμνο, αυτό το υπέροχο
απέραντο γαλάζιο της θάλασσας, δεν αρκείται στο να ομορφαίνει τη ζωή μας. Τα
νερά της, που φιλόξενα μας αγκαλιάζουν όποτε βρεθούμε μέσα της, κρύβουν ρεύματα
και σε παρασύρουν χωρίς να το καταλάβεις. Ειδικά όταν έχει κύμα, η ένταση των
ρευμάτων της είναι τέτοια που θαρρείς και σε τραβάει εκείνη όπου θέλει, μέχρι
να εξαντληθείς για να σε κρατήσει για πάντα κοντά της.
Όπως περίπου είχε συμβεί και πριν δύο ή τρία χρόνια στο
Ροδάκινο, νότια του Ρεθύμνου, όπου είχαμε πάει οικογενειακώς για να περάσουμε
ένα καλοκαιρινό Σαββατοκύριακο.
Τα παιδιά τότε ήταν οχτώ ή εννιά χρονών. Κυριακή πρωί, κάτι
μετά τις δέκα και ήμασταν ήδη στην παραλία μαζί με φίλους. Έβαζα αντιηλιακό
θυμάμαι στη Χαρούλα, όταν ο Ερμής επίμονα με ρωτούσε αν μπορούσε να πάνε μαζί
με τον φίλο του τον Αντώνη στα βράχια να βρούνε καβουράκια. Ανέκαθεν μου άρεσε
η άμεση επαφή των παιδιών μου με τη φύση και ειδικά με τα έμβια μέλη της και με
κάθε ευκαιρία την ενθαρρύνω. Όμως τα βράχια ήταν αρκετά μακριά και σκεφτόμουν
μήπως τους συνόδευα ή έστω να είχα το νου μου, οπότε του απάντησα:
-
Περίμενε!…
Συνέχισα να καλύπτω με αντιηλιακό το σώμα της Χαρούλας,
προσπαθώντας να μην αφήσω εκτεθειμένες περιοχές, ειδικά στο πρόσωπο που συχνά
το χάδι του ήλιου αφήνει το κόκκινο σημάδι του και που λόγω περιοχής, τα μικρά
μου γκρινιάζουν γιατί τα ενοχλεί να τους μαλάζω το μέτωπο, γύρω από τα μάτια,
τη μύτη, τα μάγουλα, και συνήθως καταλήγουμε σε διαμαρτυρίες «άσε με θα το κάνω
μόνη μου». Αφού λοιπόν ολοκλήρωσα το πασάλειμμα της μικρής μου, και ενώ είχα
αρχίσει να βάζω αντιηλιακό στον εαυτό μου, αναζητώ τον Ερμή και τον εντοπίζω
κοντά στα βράχια, καμιά εκατονπενηνταριά μέτρα μακριά μας, και μάλιστα μέσα στη
θάλασσα. Παρατώ επιτόπου ότι έκανα, και αντί για το αντιηλιακό φοράω το
θυμωμένο μου ύφος καθώς με γρήγορα και απειλητικά βήματα κατευθύνομαι προς τον
Ερμή και τον Αντώνη, φωνάζοντας τον γιο μου. Τους προσέγγισα κάνοντας σήμα με
το χέρι μου έλα να φύγουμε. Ο Ερμής φανερά απορημένος βγήκε από το νερό για να
με ακούσει να του λέω:
-
Τι σου είπα;
-
Τι;
-
Δε με ρώτησες αν μπορείς να πας με τον Αντώνη
στα βράχια και σου απάντησα να περιμένεις;…
-
Εγώ άκουσα «ναι»
-
Καλά βρε Ερμή μου μπορείς να διακρίνεις από εδώ
που είναι η μαμά και η Χαρούλα;
-
Ναι!
-
Από εδώ που είμαστε μέχρι τόσο μακριά που είναι
η μαμά και η Χαρά, αν πάθουν κάτι, πως θα τρέξουμε να τις βοηθήσουμε; Γιατί
δηλαδή το πρωί που ξυπνάτε δεν σας λέμε βάλτε τα μαγιό σας και πηγαίνετε αν
θέλετε να κάνετε μπάνιο; Να κάτσουμε και εμείς με τη μαμά στο δωμάτιο, να
χουζουρέψουμε, να πάρουμε με την ησυχία μας το πρωινό μας;
-
Μόνοι μας να πάμε για μπάνιο;
-
Ακριβώς αυτό αντράκι μου! Μόνοι σας τόσο μακριά
από εμάς, αν γίνει κάτι πως θα μπορέσουμε να σας βοηθήσουμε να μη πάθετε κακό;
-
Μα σε ρώτησα και μου είπες «ναι»!
-
Με ρώτησες και σου είπα να περιμένεις…
Το απειλητικό μου βλέμμα δε νομίζω ότι άφηνε περιθώρια για
περαιτέρω αντιρρήσεις. Άλλωστε, τότε ο γιός μου δεν ήταν ακόμη υπό την επήρεια
της μέθης της εφηβείας και δεν αντιμιλούσε με την παραμικρή αφορμή. Ο διάλογος
εξελισσόταν με ελεγχόμενη ένταση καθώς επιστρέφαμε οι τρεις μας προς τα εκεί
που έκαναν το μπάνιο τους και οι υπόλοιποι της παρέας. Ο Ερμής είχε εστιάσει
στο ότι με ρώτησε και του έδωσα την άδεια. Πιθανά το δικό μου «περίμενε», όπως
είχα γυρισμένη την πλάτη μου, να ακούστηκε σαν «ναι» στα ανυπόμονα αυτάκια του,
λόγω της ομοιοκαταληξίας. Παραδέχθηκα ότι μπορεί να έχει δίκιο. Ένιωθα όμως την
ανάγκη να του δείξω ότι δε πρέπει να απομακρύνεται τόσο πολύ από εμάς και
μάλιστα μπαίνοντας μέσα στη θάλασσα. Όπως και να έχει πήραμε το δρόμο της
επιστροφής προς τη δική μας πλευρά της παραλίας, με τον Ερμούκο να δείχνει τη
δυσφορία του κλωτσώντας καθώς περπατούσε τα κύματα.
Καθώς ολοκλήρωνα την σωματική μου επικάλυψη με αντιηλιακό,
σκεφτόμουν με ποιο τρόπο να ασχοληθώ λίγο παραπάνω με τον μικρό μου. Να
παίξουμε μπάλα ή μήπως να πηγαίναμε μαζί να ψάξουμε για καβουράκια. Επιδιώκω να
δίνω πάντα ίσες δόσεις αυστηρότητας και τρυφερότητας μεροληπτώντας λίγο προς τη
δεύτερη. Ο γιός μου όμως άρχισε να εκτονώνει τα νεύρα του πετώντας άμμο στη
Χαρά και τη φίλη της τη Γεωργία και εκτοξεύοντας θυμωμένος, ή μάλλον πιο σωστά
θιγμένος, «άσε με» στον Αντώνη αλλά μέχρι και στην μαμά του… Ο «bad-cup» μπαμπάς, καλείται σε δράση ξανά.
Αφού αγνοούσε επιδεικτικά τις παραινέσεις της μαμάς του για να ηρεμήσει, μπήκα
στη θάλασσα, τον φώναξα κοντά μου και του είπα με ύφος που ξέρει και ο ίδιος
ότι δε χωρά αμφισβητήσεις «πες μου πόσο θέλω να σε πάρω και να γυρίσουμε ΤΩΡΑ
στο Ρέθυμνο και τα κορίτσια να επιστρέψουν το απόγευμα με τους άλλους;». Το
είπα σιγά, ώστε να το ακούσει μόνο εκείνος, όμως ήξερε πολύ καλά ότι το
εννοούσα. Προσπάθησα να μην τον εκθέσω στους υπόλοιπους, μια που ήμουν σίγουρος
ότι τον είχε πειράξει νωρίτερα η επίπληξη μπροστά στον κολλητό του, ενώ ήδη
αισθανόταν ότι είχε γίνει το επίκεντρο. Του είπα ότι είχα να του πω και τον
άφησα να το σκεφτεί. Εκείνος, πεισμωμένος απλά άρχισε να κολυμπά μόνος του.
Αφού λοιπόν πριν από λίγα λεπτά του είχα απαγορεύσει να απομακρυνθεί παράλληλα
προς την ακτογραμμή, άρχισε να κολυμπά προς τα μέσα, προς τα βαθιά. Δεν ήθελα
να τραβήξω άλλο το σχοινί, οπότε έσπευσα και βρέθηκα να κολυμπώ λίγο πιο πίσω
του. Διακριτικά μεν, κοντά του δε, αν τύχει το παραμικρό.
Η θάλασσα ήταν ήρεμη. Ένα ανεπαίσθητο αεράκι ανατρίχιαζε
θαρρείς την επιφάνεια της. Χαιρόμουν τον μικρό μου που πλέον κολυμπούσε με τόση
άνεση. Τον είχα στεναχωρήσει, όμως όφειλα να βάλω κάποια όρια και να του δείξω
ότι η συμπεριφορά του ήταν επικίνδυνη. Μεγάλωνε πια και είχα ήδη αρχίσει να έχω
περισσότερες προσδοκίες από εκείνον. Κολυμπούσε αργά αλλά σταθερά και μέσα σε
λίγα λεπτά είχαμε ανοιχτεί αρκετά. Μπορεί να είχαμε ήδη περάσει τα τριάντα
μέτρα από την ακτή και όσο ήρεμη και αν ήταν η θάλασσα, όσο καλά και αν κολυμπούσε
ο μικρός μου, και πάλι, κολυμπούσαμε σε νερά επικίνδυνης συμπεριφοράς. Δεν τον
μάλωσα αυτή τη φορά, θα το απέφευγα όσο μπορούσα. Άλλωστε, πραγματικά με είχε
ακούσει και δεν έκανε κάτι για να με προκαλέσει. Απλά κολυμπούσε μόνος. Όμως,
είχαμε ανοιχτεί αρκετά. Έτσι, έκανα δυο τρεις μεγάλες υγρές-«δρασκελιές», τον
προσπέρασα και του έκλεισα τον «δρόμο», λέγοντάς του «αρκετά βαθιά πήγαμε, τώρα
αν θέλεις κολύμπα προς τη στεριά». Με υπάκουσε και άλλαξε ρότα παίρνοντας το
δρόμο της επιστροφής. Μέσα σε ένα ή δύο λεπτά τον βλέπω να στρέφει προς τα
εμένα και να ανοίγει τα χέρια του με το χαρακτηριστικό του ύφος «μπαμπά σε
αγαπώ, έλα να τα βρούμε». Έσπευσα κοντά του λέγοντάς του «τι είναι αντράκι
μου;» για να τον ακούσω να λέει λαχανιασμένα και ξέπνοα «κουράστηκα!». «Έλα
αγορίνα μου κρατήσου επάνω μου», του είπα καθώς τον αγκάλιασα και του έσκασα
ένα φιλί. Ο μικρός μου αφού ανταπέδωσε τη μεσοθαλάσσια αγκαλιά μου και ένα πολύ
υγρό φιλί στα πεταχτά, βολεύτηκε στην πλάτη μου κρατώντας με από τους ώμους και
ενίοτε αγκαλιάζοντάς με από το λαιμό. Μου πήρε τουλάχιστον ένα τέταρτο να μας
βγάλω έξω, σε μια απόσταση κυριολεκτικά είκοσι, ίσως και λιγότερων, μέτρων από
εκεί που πατώναμε. Είχαμε πέσει σε μια μικρή υγρή παγίδα, όπου ενώ σε λίγα
λεπτά με τη βοήθεια του ρεύματος είχαμε βρεθεί στα βαθιά, η επιστροφή απαιτούσε
αρκετή προσπάθεια για να διανύσουμε την ίδια απόσταση σε πολλαπλάσιο χρόνο.
Ήμουν ξεκούραστος, κολυμπάω καλά, ο γιός μου ξέρει πως να με κρατά χωρίς να με
πνίγει και αναγνώρισε έγκαιρα τα όρια του ώστε να μην εξαντληθεί πλήρως πριν
μου ζητήσει να τον βοηθήσω, ενώ πραγματικά το κύμα ήταν σχεδόν ανύπαρκτο.
Παρόλα αυτά το ρεύμα με δυσκόλεψε και με κούρασε. Αν κάποια από αυτές τις
παραμέτρους ήταν διαφορετική τότε τα πράγματα μπορεί να δυσκόλευαν σοβαρά. Στη διαδρομή της επιστροφής μου δόθηκε η
ευκαιρία για το μάθημα, που ευτυχώς δεν ήταν πάθημα.
-
Είδες αντράκι μου γιατί σου λέω αυτά που σου
λέω; Κοίτα τώρα που κουράστηκες, αν δεν ήμουν κοντά σου να σε βοηθήσω;
-
Ναι μπαμπά…
-
Μπαμπά!
-
Τι είναι αγορίνα μου;
-
Σε αγαπώ μπαμπά μου!
-
Και εγώ μικρέ μου, και εγώ…
Μόλις βγήκαμε στη στεριά τον πήρα αμέσως και πήγαμε μαζί και
μαζέψαμε πολλά καβούρια, τα οποία επιδεικνύαμε μετά στα κορίτσια. Όπως ανέφερα
και παραπάνω, όποτε αναγκάζομαι να φανώ αυστηρός στα παιδιά μου στη συνέχεια προσπαθώ
όχι απλά να τα βρούμε, αλλά και να τους αφιερώσω σε περίσσεια θετικό χρόνο. Να
τους δείξω έμπρακτα πως ό,τι κάνω δε το κάνω ούτε για να ξεσπάσω τα νεύρα μου,
ούτε για να τους δείξω ποιος είναι το αφεντικό. Το κάνω, γιατί έχω την ευθύνη
τους και προσπαθώ να τους προσφέρω όσο πιο ασφαλή και σωστή ανατροφή.
Κλείσαμε ήδη τα δώδεκα χρόνια μας και ενώ παραδέχομαι ότι
είμαι αυστηρός πατέρας, από την άλλη κοκορεύομαι ότι είμαι πολύ τρυφερός
γονιός. Μέχρι και σήμερα ποτέ δεν έχω κοιμηθεί για βράδυ μαλωμένος με τα παιδιά
μου. Κάθε φορά που ερχόμαστε σε αντιπαράθεση, ως το τέλος της ημέρας τα έχουμε
βρει. Έχουμε συζητήσει ότι έχει συμβεί και κατανοούμε που υπάρχει θέμα και που
όχι. Κάποιες φορές, βρίσκομαι εγώ να ζητώ συγνώμη για τη συμπεριφορά μου και με
το παράδειγμά μου να τους δείχνω ότι το λάθος είναι ανθρώπινο, το θέμα είναι
πως θα το αντιμετωπίσεις. Πάντως, ποτέ μέχρι σήμερα, δε κοιμηθήκαμε
μαλωμένοι!
Το παραπάνω περιστατικό μου το θύμισε ο γιος μου, όταν με
άκουσε να ενημερώνω την μητέρα του για τον πνιγμό του παιδιού. Εκείνος είναι η
αλήθεια με έσπρωξε να γράψω αυτές τις γραμμές όταν μου είπε: «θυμάσαι τότε που
δε μπορούσα να βγω από τη θάλασσα και με έβγαλες εσύ;» και στην συνέχεια με
αγκάλιασε με φίλησε και μου έτριψε το κεφάλι μου (την καράφλα μου δηλαδή)
προσθέτοντας «άχουτο! Σε αγαπώ μπαμπά μου!»
Να είστε όλοι καλά και τα παιδιά μας καλύτερα!