Στην αρχή χαζεύουν για λίγο στην τηλεόραση, παιδικά. Όχι για πολλή ώρα. Μόνο όσο χρειάζομαι για να φτιάξω ένα καφέ και να κάτσω λίγο μπροστά από την οθόνη του κομπιούτερ μου. Μέχρι να ξυπνήσω δηλαδή για τα καλά και να απαντήσω στην αλληλογραφία μου. Τώρα που το γράφω πολύ σοφιστικέ μου ακούγεται…
Σε λιγότερο από μια ώρα λοιπόν, ντυνόμαστε, βάζουμε αντιηλιακό, το καπέλο μας και μια και δυό να ‘μαστε στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς. Αυτό που για άλλους ακούγεται εφιάλτης, για εμένα είναι από τις καλύτερες ασχολίες μου με τα δίδυμα. Είναι οι βοηθοί μου. Παίρνουν από ένα καλαθάκι με ρόδες (μπλε του Ερμή και κόκκινο της Χαρούλας), εγώ προπορεύομαι και τα μικρά μου με ακολουθούν. Ότι χρειάζομαι, το παίρνω από τους πάγκους και το δίνω μια στον ένα και μια στην άλλη. Από μικρά τα έχω μάθει να μην παίρνουν τίποτα από μόνα τους. Όποτε το δοκίμαζαν, με απόλυτο τρόπο, τους έλεγα «πήγαινε το πίσω εκεί που το βρήκες γρήγορα!». Ακόμα και αν ήταν κάτι που ίσως χρειαζόμασταν, αν και τις περισσότερες φορές ήταν κάτι τελείως άχρηστο που απλά τους γυάλισε. Τους επέβλεπα καθώς το επέστρεφαν εκεί από όπου το πήραν και τους επιβράβευα άμεσα με κάτι του στυλ: «μπράβο! Είσαι ο καλός μου βοηθός και εγώ θα σου έχω μια έκπληξη». Όντως, φεύγοντας φρόντιζα να κάνω μια στάση για κάτι μικρό, συμβολικό, έτσι για να τους κάνω να νιώθουν ικανοποίηση που ήταν καλά παιδιά.
Όταν είσαι συνεπής στην στάση σου, γρήγορα τα παιδιά προσαρμόζονται. Έτσι πλέον, οι πρωτοβουλίες που μπορεί να πάρουν τα μικρά μου, περιορίζονται στο να τρέξουν με τα καροτσάκια τους μπροστά στο ψυγείο με τα γάλατα, μια στάση που ξέρουν ότι θα κάνουμε.
«Θα μου πάρεις αυτά τα γιαουρτάκια που μου αρέσουν;;» πετάγεται ο Ερμής και τρομοκρατούμαι στην σκέψη του ξυπνήματος των γονιδίων. Εγώ, περίπου στην ηλικία του, από όσα μου περιγράφει η μητέρα μου, ήμουν τέρας υπερκαταναλωτισμού! Μια ιστορία που ακόμα διηγούνται οι δικοί μου, με περιγράφει σε μια βόλτα στην Καβάλα των νηπιακών μου χρόνων, όπου αφού είχα ξοδέψει τα χρήματα που είχα μαζί μου, σε διάφορους περιπτερικούς πειρασμούς, μου είχε μείνει ένα δίφραγκο. Ήταν τέτοια η καταναλωτική μου μανία που με ενθουσιασμό πετάω στην μαμά μου: «να πάρουμε τηλέφωνο τον μπαμπά με αυτό το δίφραγκο», τρέχοντας προς την μεριά ενός από αυτά τα υπέροχα, υπέρογκα, κόκκινα τηλέφωνα που δούλευαν με κέρμα. Μου έκαιγε το χέρι το νόμισμα και έπρεπε κάπου να το ξοδέψω!
Σκύβω λοιπόν στον μικρό μου και του εξηγώ: «την προηγούμενη φορά που τα πήραμε φάγατε μόνο τα σοκολατάκια από το καπάκι και το γιαούρτι το πετάξαμε»
«Όχι, τώρα θα το φάμε όλο!» τον ακούω να επιχειρηματολογεί. Παίρνω το αποφασιστικό μου ύφος και του ανακοινώνω.
«Δεν θα πάρουμε αυτά τα γιαουρτάκια! Έλα να με βοηθήσεις σαν καλός βοηθός να πάρουμε κορνφλαικς που σας αρέσουν» και τον παρασύρω στο απέναντι ράφι, σε άλλους πολύχρωμους πειρασμούς.
Τον αφήνω να διαλέξει, ή έστω να πιστεύει ότι διαλέγει, μια που με μαθηματική ακρίβεια κατευθύνεται στα δημητριακά που έχουμε στο σπίτι. Εντάξει, δεν είμαι και τόσο σκληρός, αν καμιά φορά αποκλίνουν και προτιμήσουν κάτι διαφορετικό που δεν απομακρύνεται πολύ από τις διατροφικές μας συνήθειες, υποχωρώ και το παίρνουμε για να το δοκιμάσουμε. Γενικά, προσπαθώ να έχουν συνέχεια την αίσθηση ότι εγώ παίρνω τις αποφάσεις και εκείνα με βοηθούν.
Η θετική ενθάρρυνση στο τέλος, δεν είναι αναγκαστικά υλικό αγαθό. Αν κάθε φορά που βγαίνουμε βόλτα τους αγόραζα από κάτι, θα έσκαβα το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια. Πολλές φορές, η «αμοιβή» τους είναι να τους ανεβάσω πάνω στο πάγκο για να βάζουν τα πράγματα στις σακούλες. Είναι η καλύτερη και των μικρών αλλά και των κοριτσιών που δουλεύουν στο ταμείο, που τις περισσότερες φορές τα βλέπουν σαν μια ευχάριστη νότα, στην μονοτονία της ταμειακής μηχανής. Δεν είναι λίγες οι φορές που μου διαμαρτύρονται να φέρνω τα μικρά, όποτε βρεθώ μόνος μου στο σουπερμάρκετ.
Οι λιλιπούτειοι βοηθοί μου, κάθονται οκλαδόν στην κατηφορική άκρη του ταμείου και περιμένουν με μια σακούλα ανοιχτή ανάμεσα στα ποδαράκια τους. Δέχονται τα ψώνια από την ταμία και τα αρπάζουν σχεδόν με αγωνία για να γεμίσουν τις τσάντες. Ανταμοιβή για την υπομονή της κοπέλας, ένα φιλί σε κάθε μάγουλο.
Στην επιστροφή τα χέρια μου, συνήθως, δεινοπαθούν. Οι βοηθοί μου με κρατάνε από το χέρι και οι καρποί μου αναλαμβάνουν το μεγαλύτερο βάρος από τις σακούλες. Ευτυχώς, η απόσταση είναι μικρή και μάλιστα μέσα από τα στενά της παλιάς πόλης του Ρεθύμνου. Σύντομα, λοιπόν είμαστε πίσω στο σπίτι, με τουλάχιστον δυό ώρες μέχρι το μεσημεριανό. Αρκετές για να απασχοληθούμε στο σπίτι. Λίγες όμως, για να πάμε κάπου βόλτα, ειδικά κάτω από το καυτό μεσημεριανό ήλιο του καλοκαιριού.
«θέλετε μήλο;» τους ρωτώ ψιλοπορωτικά για να λάβω μόνο ένα «ναι!»
Μου φτάνει για αρχή, μια που τις περισσότερες φορές όταν αρχίσει ο ένας παρασύρει και τον άλλο. Έτσι και έγινε. Ενώ λοιπόν, έτρωγαν το μήλο τους, ο Ερμής με το πονηρό του υφάκι μου πετάει:
«Μπαμπά! Θυμάσαι που είχαμε πάει στον παιδότοπο; Έχουμε καιρό να ξαναπάμε…»
«Ναι» του απαντώ, «θα πάμε αύριο αν θέλετε»
«Γιατί να μην πάμε τώρα;» πετάγεται με παράπονο η Χαρά.
«Τώρα μωρό μου δεν προλαβαίνουμε…»
«Να πάμε με το ποδήλατο σου. Να πάρεις τον Ερμή αγκαλιά και εγώ να κάτσω από πίσω.»
Ευκαιρία για ένα μάθημα οδικής συμπεριφοράς που δεν αφήνω να πάει χαμένη.
«Χαρούλα μου, στο ποδήλατο ανεβαίνουμε ο μπαμπάς και ένα παιδί, εγώ στην σέλα με το κράνος μου και το ένα παιδάκι από πίσω στο καθισματάκι του, και εκείνο με το κράνος. Για αυτό δεν προλαβαίνουμε να πάμε τώρα στον παιδότοπο…»
Σε λιγότερο από μια ώρα λοιπόν, ντυνόμαστε, βάζουμε αντιηλιακό, το καπέλο μας και μια και δυό να ‘μαστε στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς. Αυτό που για άλλους ακούγεται εφιάλτης, για εμένα είναι από τις καλύτερες ασχολίες μου με τα δίδυμα. Είναι οι βοηθοί μου. Παίρνουν από ένα καλαθάκι με ρόδες (μπλε του Ερμή και κόκκινο της Χαρούλας), εγώ προπορεύομαι και τα μικρά μου με ακολουθούν. Ότι χρειάζομαι, το παίρνω από τους πάγκους και το δίνω μια στον ένα και μια στην άλλη. Από μικρά τα έχω μάθει να μην παίρνουν τίποτα από μόνα τους. Όποτε το δοκίμαζαν, με απόλυτο τρόπο, τους έλεγα «πήγαινε το πίσω εκεί που το βρήκες γρήγορα!». Ακόμα και αν ήταν κάτι που ίσως χρειαζόμασταν, αν και τις περισσότερες φορές ήταν κάτι τελείως άχρηστο που απλά τους γυάλισε. Τους επέβλεπα καθώς το επέστρεφαν εκεί από όπου το πήραν και τους επιβράβευα άμεσα με κάτι του στυλ: «μπράβο! Είσαι ο καλός μου βοηθός και εγώ θα σου έχω μια έκπληξη». Όντως, φεύγοντας φρόντιζα να κάνω μια στάση για κάτι μικρό, συμβολικό, έτσι για να τους κάνω να νιώθουν ικανοποίηση που ήταν καλά παιδιά.
Όταν είσαι συνεπής στην στάση σου, γρήγορα τα παιδιά προσαρμόζονται. Έτσι πλέον, οι πρωτοβουλίες που μπορεί να πάρουν τα μικρά μου, περιορίζονται στο να τρέξουν με τα καροτσάκια τους μπροστά στο ψυγείο με τα γάλατα, μια στάση που ξέρουν ότι θα κάνουμε.
«Θα μου πάρεις αυτά τα γιαουρτάκια που μου αρέσουν;;» πετάγεται ο Ερμής και τρομοκρατούμαι στην σκέψη του ξυπνήματος των γονιδίων. Εγώ, περίπου στην ηλικία του, από όσα μου περιγράφει η μητέρα μου, ήμουν τέρας υπερκαταναλωτισμού! Μια ιστορία που ακόμα διηγούνται οι δικοί μου, με περιγράφει σε μια βόλτα στην Καβάλα των νηπιακών μου χρόνων, όπου αφού είχα ξοδέψει τα χρήματα που είχα μαζί μου, σε διάφορους περιπτερικούς πειρασμούς, μου είχε μείνει ένα δίφραγκο. Ήταν τέτοια η καταναλωτική μου μανία που με ενθουσιασμό πετάω στην μαμά μου: «να πάρουμε τηλέφωνο τον μπαμπά με αυτό το δίφραγκο», τρέχοντας προς την μεριά ενός από αυτά τα υπέροχα, υπέρογκα, κόκκινα τηλέφωνα που δούλευαν με κέρμα. Μου έκαιγε το χέρι το νόμισμα και έπρεπε κάπου να το ξοδέψω!
Σκύβω λοιπόν στον μικρό μου και του εξηγώ: «την προηγούμενη φορά που τα πήραμε φάγατε μόνο τα σοκολατάκια από το καπάκι και το γιαούρτι το πετάξαμε»
«Όχι, τώρα θα το φάμε όλο!» τον ακούω να επιχειρηματολογεί. Παίρνω το αποφασιστικό μου ύφος και του ανακοινώνω.
«Δεν θα πάρουμε αυτά τα γιαουρτάκια! Έλα να με βοηθήσεις σαν καλός βοηθός να πάρουμε κορνφλαικς που σας αρέσουν» και τον παρασύρω στο απέναντι ράφι, σε άλλους πολύχρωμους πειρασμούς.
Τον αφήνω να διαλέξει, ή έστω να πιστεύει ότι διαλέγει, μια που με μαθηματική ακρίβεια κατευθύνεται στα δημητριακά που έχουμε στο σπίτι. Εντάξει, δεν είμαι και τόσο σκληρός, αν καμιά φορά αποκλίνουν και προτιμήσουν κάτι διαφορετικό που δεν απομακρύνεται πολύ από τις διατροφικές μας συνήθειες, υποχωρώ και το παίρνουμε για να το δοκιμάσουμε. Γενικά, προσπαθώ να έχουν συνέχεια την αίσθηση ότι εγώ παίρνω τις αποφάσεις και εκείνα με βοηθούν.
Η θετική ενθάρρυνση στο τέλος, δεν είναι αναγκαστικά υλικό αγαθό. Αν κάθε φορά που βγαίνουμε βόλτα τους αγόραζα από κάτι, θα έσκαβα το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια. Πολλές φορές, η «αμοιβή» τους είναι να τους ανεβάσω πάνω στο πάγκο για να βάζουν τα πράγματα στις σακούλες. Είναι η καλύτερη και των μικρών αλλά και των κοριτσιών που δουλεύουν στο ταμείο, που τις περισσότερες φορές τα βλέπουν σαν μια ευχάριστη νότα, στην μονοτονία της ταμειακής μηχανής. Δεν είναι λίγες οι φορές που μου διαμαρτύρονται να φέρνω τα μικρά, όποτε βρεθώ μόνος μου στο σουπερμάρκετ.
Οι λιλιπούτειοι βοηθοί μου, κάθονται οκλαδόν στην κατηφορική άκρη του ταμείου και περιμένουν με μια σακούλα ανοιχτή ανάμεσα στα ποδαράκια τους. Δέχονται τα ψώνια από την ταμία και τα αρπάζουν σχεδόν με αγωνία για να γεμίσουν τις τσάντες. Ανταμοιβή για την υπομονή της κοπέλας, ένα φιλί σε κάθε μάγουλο.
Στην επιστροφή τα χέρια μου, συνήθως, δεινοπαθούν. Οι βοηθοί μου με κρατάνε από το χέρι και οι καρποί μου αναλαμβάνουν το μεγαλύτερο βάρος από τις σακούλες. Ευτυχώς, η απόσταση είναι μικρή και μάλιστα μέσα από τα στενά της παλιάς πόλης του Ρεθύμνου. Σύντομα, λοιπόν είμαστε πίσω στο σπίτι, με τουλάχιστον δυό ώρες μέχρι το μεσημεριανό. Αρκετές για να απασχοληθούμε στο σπίτι. Λίγες όμως, για να πάμε κάπου βόλτα, ειδικά κάτω από το καυτό μεσημεριανό ήλιο του καλοκαιριού.
«θέλετε μήλο;» τους ρωτώ ψιλοπορωτικά για να λάβω μόνο ένα «ναι!»
Μου φτάνει για αρχή, μια που τις περισσότερες φορές όταν αρχίσει ο ένας παρασύρει και τον άλλο. Έτσι και έγινε. Ενώ λοιπόν, έτρωγαν το μήλο τους, ο Ερμής με το πονηρό του υφάκι μου πετάει:
«Μπαμπά! Θυμάσαι που είχαμε πάει στον παιδότοπο; Έχουμε καιρό να ξαναπάμε…»
«Ναι» του απαντώ, «θα πάμε αύριο αν θέλετε»
«Γιατί να μην πάμε τώρα;» πετάγεται με παράπονο η Χαρά.
«Τώρα μωρό μου δεν προλαβαίνουμε…»
«Να πάμε με το ποδήλατο σου. Να πάρεις τον Ερμή αγκαλιά και εγώ να κάτσω από πίσω.»
Ευκαιρία για ένα μάθημα οδικής συμπεριφοράς που δεν αφήνω να πάει χαμένη.
«Χαρούλα μου, στο ποδήλατο ανεβαίνουμε ο μπαμπάς και ένα παιδί, εγώ στην σέλα με το κράνος μου και το ένα παιδάκι από πίσω στο καθισματάκι του, και εκείνο με το κράνος. Για αυτό δεν προλαβαίνουμε να πάμε τώρα στον παιδότοπο…»
«Μπαμπά! Να σου πω ένα σχέδιο!…» πετάγεται ο Ερμής με ενθουσιασμό και με εκείνο το μεγαλίστικο τρόπο, με τον οποίο κάποιες φορές αρθρώνουν λόγο τα μικρά μας και μας τρελαίνουν. Όμως αυτό που ακολούθησε ήταν πράγματι ένα σχέδιο που με άφησε άναυδο.
«Να με πάρεις με το ποδήλατο και να πάμε στον παιδότοπο. Εκεί, να με προσέχει η κυρία μέχρι να έρθεις και να πάρεις και την Χαρούλα με το ποδήλατο, να γυρίσετε και να είμαστε όλοι στον παιδότοπο» γυρίζω και κυριολεκτικά χαζεμένος κοιτάω την Ντόρα που καθάριζε το σπίτι. Συνειδητοποιώ ότι το σχέδιο του μικρού μου, του μόλις τριών χρονών πολυμήχανου, ήταν πλήρως εφαρμόσιμο.
«Αντράκι μου το σχέδιο σου είναι πολύ καλό! Είναι τόσο καλό που θα το εφαρμόσουμε…»
Ενθουσιάστηκα τόσο, που φώναξα την Ντόρα, την κυρία που βοηθά κάθε Σάββατο με το καθάρισμα του σπιτιού, και της διηγήθηκα την φάση.
Ακόμα και ένας ενήλικας μπορεί να μην μπορούσε να κάνει τόσο συνδυαστική σκέψη. Πώς να μεταφέρουμε με ασφάλεια δύο παιδιά, με ένα ποδήλατο, στον παιδότοπο, όταν πρέπει να είμαι μαζί τους και εκεί και εδώ και στην διαδρομή. Ή αν δεν είμαι εγώ, έστω κάποιος άλλος ενήλικας, για να τα προσέχει μέχρι να έρθω. Η λύση του Ερμή έγινε πράξη. Ή μάλλον σχεδόν όπως το σκέφτηκε…
Διέκρινα στα ματάκια της Χαρούλας μου μια μικρή απογοήτευση. Ίσως να ήταν η ιδέα μου, πάντως δεν ήθελα μετά από την έντονη επιβράβευση στον Ερμή, να την έχω να νιώθει σαν να απότυχε σε κάτι, επειδή δεν το σκέφτηκε εκείνη. Στα πλαίσια λοιπόν της δικαιοσύνης και του καταμερισμού των ευσήμων τους ανακοινώνω:
«Ερμή! Εσύ είχες την ιδέα, όμως η Χαρούλα σκέφτηκε το ποδήλατο. Για αυτό το ποιος θα έρθει πρώτος θα το αποφασίσει το …»
«Νόμισμα...» μου απαντούν με ένα τόνο απογοήτευσης.
Το νόμισμα επέλεξε την Χαρούλα να πάει πρώτη στο παιδότοπο και αυτό έφερε δάκρυα διαμαρτυρίας στα ματάκια του Ερμή! Ακόμα και η παρηγοριά του νομίσματος (αυτός που χάνει κρατά για παρηγοριά το νόμισμα), λίγο απάλυνε την απογοήτευσή του. Δεν αλλάζω την στάση μου, αν και δεν μου αρέσει το σκοτσέζικο ντους συναισθημάτων με το οποίο άθελα μου τον «μούσκεψα». Κατεβαίνω στο ύψος του τον παίρνω στην αγκαλιά μου και του εξηγώ:
«Αγορίνα μου, μην μου στεναχωριέσαι. Είχες τόσο όμορφη ιδέα και θα πάμε να παίξετε στον παιδότοπο. Μέχρι να βάλεις με την Ντόρα το νόμισμα στον κουμπαρά σου, εγώ θα πάω την Χαρούλα και, πριν το καταλάβεις, θα είμαι πίσω για να σε πάρω και εσένα». Σαν καταλύτης η αγκαλιά μου ενέπνευσε περισσότερο κλάμα. Τι αντίθεση συναισθημάτων! Σειρά μου να λουστώ το σκοτσέζικο ντους, έχοντας τον μικρό μου με λυγμούς να κρύβεται στον κόρφο μου και πίσω του την πασύχαρη αδερφή του να φορά το κράνος έτοιμη για την βόλτα με το ποδήλατο. Κάτι έπρεπε να κάνω. Η αντίδραση του μικρού μου αφενός ήταν υπερβολική, αφετέρου αμφισβητούσε την διαδικασία του νομίσματος. Ειδικά αυτό το τελευταίο, δεν μπορούσα να το επιτρέψω.
Σηκώνομαι, και λίγο αυστηρά απωθώ ελαφρά τον γιο μου. Τον στρέφω προς την Ντόρα και με το κλασσικό τέχνασμα «το λέω στην νύφη για να το ακούει η πεθερά» της λέω:
«Έλα πάτε με τον Ερμή να βάλετε το νόμισμα στον κουμπαρά του…»
Πιάνει με μισή καρδιά το νόμισμα και την ακολουθεί ο μικρός μου. Ξέρει ότι όσο και να διαμαρτυρηθεί η ετυμηγορία του νομίσματος δεν θα αλλάξει. Κατεβαίνουμε με την Χαρούλα και με ένα χαμόγελο σχεδόν να γεφυρώνει τα αυτιά της, μέσα σε λίγα λεπτά είμαστε στον παιδότοπο.
«Να με πάρεις με το ποδήλατο και να πάμε στον παιδότοπο. Εκεί, να με προσέχει η κυρία μέχρι να έρθεις και να πάρεις και την Χαρούλα με το ποδήλατο, να γυρίσετε και να είμαστε όλοι στον παιδότοπο» γυρίζω και κυριολεκτικά χαζεμένος κοιτάω την Ντόρα που καθάριζε το σπίτι. Συνειδητοποιώ ότι το σχέδιο του μικρού μου, του μόλις τριών χρονών πολυμήχανου, ήταν πλήρως εφαρμόσιμο.
«Αντράκι μου το σχέδιο σου είναι πολύ καλό! Είναι τόσο καλό που θα το εφαρμόσουμε…»
Ενθουσιάστηκα τόσο, που φώναξα την Ντόρα, την κυρία που βοηθά κάθε Σάββατο με το καθάρισμα του σπιτιού, και της διηγήθηκα την φάση.
Ακόμα και ένας ενήλικας μπορεί να μην μπορούσε να κάνει τόσο συνδυαστική σκέψη. Πώς να μεταφέρουμε με ασφάλεια δύο παιδιά, με ένα ποδήλατο, στον παιδότοπο, όταν πρέπει να είμαι μαζί τους και εκεί και εδώ και στην διαδρομή. Ή αν δεν είμαι εγώ, έστω κάποιος άλλος ενήλικας, για να τα προσέχει μέχρι να έρθω. Η λύση του Ερμή έγινε πράξη. Ή μάλλον σχεδόν όπως το σκέφτηκε…
Διέκρινα στα ματάκια της Χαρούλας μου μια μικρή απογοήτευση. Ίσως να ήταν η ιδέα μου, πάντως δεν ήθελα μετά από την έντονη επιβράβευση στον Ερμή, να την έχω να νιώθει σαν να απότυχε σε κάτι, επειδή δεν το σκέφτηκε εκείνη. Στα πλαίσια λοιπόν της δικαιοσύνης και του καταμερισμού των ευσήμων τους ανακοινώνω:
«Ερμή! Εσύ είχες την ιδέα, όμως η Χαρούλα σκέφτηκε το ποδήλατο. Για αυτό το ποιος θα έρθει πρώτος θα το αποφασίσει το …»
«Νόμισμα...» μου απαντούν με ένα τόνο απογοήτευσης.
Το νόμισμα επέλεξε την Χαρούλα να πάει πρώτη στο παιδότοπο και αυτό έφερε δάκρυα διαμαρτυρίας στα ματάκια του Ερμή! Ακόμα και η παρηγοριά του νομίσματος (αυτός που χάνει κρατά για παρηγοριά το νόμισμα), λίγο απάλυνε την απογοήτευσή του. Δεν αλλάζω την στάση μου, αν και δεν μου αρέσει το σκοτσέζικο ντους συναισθημάτων με το οποίο άθελα μου τον «μούσκεψα». Κατεβαίνω στο ύψος του τον παίρνω στην αγκαλιά μου και του εξηγώ:
«Αγορίνα μου, μην μου στεναχωριέσαι. Είχες τόσο όμορφη ιδέα και θα πάμε να παίξετε στον παιδότοπο. Μέχρι να βάλεις με την Ντόρα το νόμισμα στον κουμπαρά σου, εγώ θα πάω την Χαρούλα και, πριν το καταλάβεις, θα είμαι πίσω για να σε πάρω και εσένα». Σαν καταλύτης η αγκαλιά μου ενέπνευσε περισσότερο κλάμα. Τι αντίθεση συναισθημάτων! Σειρά μου να λουστώ το σκοτσέζικο ντους, έχοντας τον μικρό μου με λυγμούς να κρύβεται στον κόρφο μου και πίσω του την πασύχαρη αδερφή του να φορά το κράνος έτοιμη για την βόλτα με το ποδήλατο. Κάτι έπρεπε να κάνω. Η αντίδραση του μικρού μου αφενός ήταν υπερβολική, αφετέρου αμφισβητούσε την διαδικασία του νομίσματος. Ειδικά αυτό το τελευταίο, δεν μπορούσα να το επιτρέψω.
Σηκώνομαι, και λίγο αυστηρά απωθώ ελαφρά τον γιο μου. Τον στρέφω προς την Ντόρα και με το κλασσικό τέχνασμα «το λέω στην νύφη για να το ακούει η πεθερά» της λέω:
«Έλα πάτε με τον Ερμή να βάλετε το νόμισμα στον κουμπαρά του…»
Πιάνει με μισή καρδιά το νόμισμα και την ακολουθεί ο μικρός μου. Ξέρει ότι όσο και να διαμαρτυρηθεί η ετυμηγορία του νομίσματος δεν θα αλλάξει. Κατεβαίνουμε με την Χαρούλα και με ένα χαμόγελο σχεδόν να γεφυρώνει τα αυτιά της, μέσα σε λίγα λεπτά είμαστε στον παιδότοπο.
Ο παιδότοπός μας είναι προς το οικογενειακό του. Μας γνωρίζουν, δεν υπήρχαν περισσότερα από 4-5 παιδιά και γρήγορα η μικρή μου έβγαλε τα παπουτσάκια της και χώθηκε στα παιχνίδια. Μέσα σε λιγότερο από πέντε λεπτά είχα επιστρέψει με τον Ερμή που ευτυχισμένος, καθώς έβγαζε τα παπουτσάκια του, με άκουγε να διηγούμαι το σχέδιο του. Η πριν από λίγα μόλις λεπτά πίκρα μεταμορφώθηκε σε χαρούμενο, ανέμελο παιχνίδι με την αδερφή του.
Εγώ, ως ο βασιλιάς των χαζομπαμπάδων, απολαμβάνω φουσκωμένος από περηφάνια και ευτυχία, τα μικρά μου να βουτάνε στην πισίνα με τα μπαλάκια και να χοροπηδάνε στο φουσκωτό κάστρο, καθώς πληκτρολογώ αυτές τις γραμμές.
Εγώ, ως ο βασιλιάς των χαζομπαμπάδων, απολαμβάνω φουσκωμένος από περηφάνια και ευτυχία, τα μικρά μου να βουτάνε στην πισίνα με τα μπαλάκια και να χοροπηδάνε στο φουσκωτό κάστρο, καθώς πληκτρολογώ αυτές τις γραμμές.
Να είστε όλοι καλά και τα παιδιά μας καλύτερα!